Νίκος Κατσαλίδας: «Η γραφή δικαιώνει το συγγραφέα της»

0
Ο συγγραφέας Νίκος Κατσαλίδας.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα *

«Οι ιστορίες του κόσμου που περνούνε μπροστά σου είναι τόσες που δεν μπορείς να τις διακρίνεις, αλλά νομίζω ότι αυτές που ’ναι αποκλειστικά για σένα και ταιριάζουν, σε πλησιάζουν, στέκονται μόνες και σου γνέφουν όπως τα πουλιά, όπως ο αβρός έρωτας στην αρχή, που αν μείνει με τόσο, απλώς με μια αγνή εμφάνιση, σταματάει, δεν πάει πιο πέρα. Θέλει προσοχή και περιποίηση η τέχνη κι ο έρωτας.»

Θα πει ο πολυβραβευμένος ποιητής, συγγραφέας, μεταφραστής και δοκιμιογράφος Νίκος Κατσαλίδας και θα ανοίξει πρόθυμα το λογοτεχνικό του εργαστήρι: ήρωες, ηρωίδες, σύμβολα, αγάπες κι εμμονές όλα θα μπουν στο μικροσκόπιο μνήμης, διότι όσον αφορά την περίπτωσή του «Υπάρχουν κάτι περίεργα για τη στιγμή της γραφής. Το εργαστήρι μου ως τόπος δεν έμεινε στον τόπο. Συνέχεια κινήθηκε σε πολλές τοποθεσίες. Κι όπου βρέθηκε άνοιξε το τραπέζι, άφησε τα ίχνη του. Τα τελευταία χρόνια εγκαταστάθηκε σε μια περιοχή της Αθήνας, με εκλάμψεις και νεραντζιές που σε μεθούν, σε τρελαίνουν», μας εξηγεί, «Όμως, το περίεργο είναι ότι κι εδώ που είμαι με την έννοια του τόπου κατοικίας, αν και με άνεση, υπολογιστή και σύγχρονη καρέκλα, στέκομαι σα στ’ αγκάθια, που λέμε εμείς οι ηπειρώτες της βόρειας ακρώρειας και νοερά γυρίζω, μέρα ή νύχτα να ’ναι στη δρύινη καρέκλα στο πατρικό τραπέζι της Λεσινίτσας, ανοίγω τα άγραφα χαρτιά μου να εντοπίσω τα καθεαυτού δικά μου τοπία σε ωκεανό εικόνων του έσω κόσμου που σε βγάζουν στον έξω κόσμο μου. Δεν εμποδίζουν οι τόποι όπου κι αν βρίσκομαι, να ρίχνω στο χαρτί και στη μνήμη σημειώσεις, αλλά η τελετουργία της γραφής είναι κάτι άλλο, γίνεται αποκλειστικά όταν είμαι μόνος, εγώ κι ο εαυτός μου.

Και πάλι επιστρέφω νοερά, τα ελέγχω τοποθετημένα στο πλαίσιο του τόπου μου, να τα δω όλα από την οπτική της γενέτειρας μου. Αν και υπάρχει χιλιομετρική απόσταση από τον γενέθλιο τόπο, εσωτερικά είμαι κοντύτερα απ’ όλες τις άλλες τοποθεσίες, γιατί εκεί είναι η μεγάλη δεξαμενή της πρώτης ηλικίας που αντλώ τα μοτίβα. Αν αυτό είναι συνήθεια ή μανία επιστροφής στον πρώτο σκληρό δίσκο, μ’ αρέσει αυτή η μανία στη διάρκεια της τελετουργίας.»

Ο Νίκος Κατσαλίδας, ο οποίος εισέβαλε επικινδύνως στην τέχνη της ανάγνωσης έχει πολλά να μας πει.

-Κύριε Κατσαλίδα, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Το μόνο που μπορώ να πω εξαρχής όντας πεπεισμένος είναι: ποιος μπορεί να εξηγήσει τα ανεξήγητα της γραφής και της δημιουργίας; Μην είναι πράξη που γίνεται κάπως μόνη της; Μπορείς να πεις, πότε και πώς ωριμάζει ένας καρπός; Η τελετουργία της γραφής αποτελείται από στιγμές αφοσίωσης νύχτας και μέρας. Τις μέρες συλλέγεις εμπειρικές εντυπώσεις, τις νύχτες ονειρικές που μερικές εξελίσσονται σε ιδέες κι εικόνες. Πολλές φορές μου φαίνεται ότι είμαι μέλισσα που βομβίζει σε χώρο και χρόνο με συνήθειες και μανίες στις ανθισμένες ράχες μου, από λουλούδι σε λουλούδι της παιδικής ροδιάς και ανθισμένης ροδωνιάς της γενέτειρας μου, ώσπου απομακρύνομαι χρονικά απ’ αυτά που ’χαν σχέση ευθείαν με το χώμα και τη γη και φτάνω στην νεραντζιά της ενηλικίωσης σε οδούς και πεζοδρόμια, παίρνω κι από κει τη γύρη κι ευωδιά και γυρίζω φορτωμένος στην κυψέλη. Άλλες φορές μου φαίνεται ότι είμαι χελιδόνι σε δροσερές ακροποταμιές του χθες και του σήμερα μου, ραμφίζω λάσπη μοσχοβολιάς και γυρίζω χτίζω τη φωλιά μου. Γιατί τη γύρη και τη λάσπη δεν αφήνεις όπου λάχει.

Η γύρη είναι για μέλι στην κυψέλη. Η λάσπη για φωλιά να κλωσάς τ’ αυγά σου. Υπάρχουν κάτι περίεργα για τη στιγμή της γραφής. Το εργαστήρι μου ως τόπος δεν έμεινε στον τόπο. Συνέχεια κινήθηκε σε πολλές τοποθεσίες. Κι όπου βρέθηκε άνοιξε το τραπέζι, άφησε τα ίχνη του. Τα τελευταία χρόνια εγκαταστάθηκε σε μια περιοχή της Αθήνας, με εκλάμψεις και νεραντζιές που σε μεθούν, σε τρελαίνουν. Όμως, το περίεργο είναι ότι κι εδώ που είμαι με την έννοια του τόπου κατοικίας, αν και με άνεση, υπολογιστή και σύγχρονη καρέκλα, στέκομαι σα στ’ αγκάθια, που λέμε εμείς οι ηπειρώτες της βόρειας ακρώρειας και νοερά γυρίζω, μέρα ή νύχτα να ’ναι στη δρύινη καρέκλα στο πατρικό τραπέζι της Λεσινίτσας, ανοίγω τα άγραφα χαρτιά μου να εντοπίσω τα καθεαυτού δικά μου τοπία σε ωκεανό εικόνων του έσω κόσμου που σε βγάζουν στον έξω κόσμο μου. Δεν εμποδίζουν οι τόποι όπου κι αν βρίσκομαι, να ρίχνω στο χαρτί και στη μνήμη σημειώσεις, αλλά η τελετουργία της γραφής είναι κάτι άλλο, γίνεται αποκλειστικά όταν είμαι μόνος, εγώ κι ο εαυτός μου. Και πάλι επιστρέφω νοερά, τα ελέγχω τοποθετημένα στο πλαίσιο του τόπου μου, να τα δω όλα από την οπτική της γενέτειρας μου. Αν και υπάρχει χιλιομετρική απόσταση από τον γενέθλιο τόπο, εσωτερικά είμαι κοντύτερα απ’ όλες τις άλλες τοποθεσίες, γιατί εκεί είναι η μεγάλη δεξαμενή της πρώτης ηλικίας που αντλώ τα μοτίβα. Αν αυτό είναι συνήθεια ή μανία επιστροφής στον πρώτο σκληρό δίσκο, μ’ αρέσει αυτή η μανία στη διάρκεια της τελετουργίας.

«Είναι σα να οδοιπορείς στα βυθισμένα βουνά στην ομίχλη…»

-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Και σ’ αυτή την περίεργη στιγμή της γραφής δύσκολο κανείς ν’ απαντήσει. Βασικά είσαι ένας αρχιτέκτονας που σχεδιάζει πρώτα κεντρικούς δρόμους και συνάμα στην ομίχλη ουρανοξύστες. Όχι όμως με τόσον ψυχρό πολεοδομικό σχεδιασμό. Εδώ υπάρχει και το εν θερμώ. Ιδέες κι εικόνες παρελαύνουν μπροστά σου. Οι πρώτες μου αυθόρμητες ιστορίες ήταν τα πρωτόλεια μου. Η μια έγινε ποίημα για ένα πουλάκι που χτύπησε στο παραθύρι να του ανοίξω μια χιονισμένη μέρα. Η άλλη όταν διάβασα την Οδύσσεια κάθισα σα συγγραφέας τάχα, μιμούμενος τον Όμηρο στον γέρο- πλάτανο της βρυσομάνας κι έγραψα τη μικρή Οδύσσεια του πάππου Νικόλα και της γιαγιά Όλγας μου. Δίχως πλάνο, δίχως τίποτε.

Σε καμιά δεκαριά φύλλα από τα τετράδια του πατέρα. Άφθονες ιστορίες τοπικές και παγκόσμιες υπάρχουν πριν από τον συγγραφέα. Προϋπήρχε Μποροντίνο, Ναπολέων, Κουτούζωφ, Αλέξης Ζορμπάς, Ορθοκωστά. Αλλά, καμία σχέση ο «Πόλεμος και ειρήνη» του Τολστόι, ο «Αλέξης Ζορμπάς» του Καζαντζάκη, «Η Ορθοκωστά» του Βαλτινού ως μυθιστορήματα σε σύγκριση με τα μοντέλα της ιστορίας. Ιδού το μοντέλο, ιδού και η τέχνη. Αλλιώς δε θα μιλούσαμε για λογοτεχνία. Η τέχνη είναι πέρα από το μοντέλο. Κι όλα αυτά με το παιχνίδι των λέξεων. Δε νομίζω ότι φτιάχνουμε αυτούσιες απεικονίσεις και ιστορίες. Εικόνες ξαναφτιάχνουμε, αποσπασμένες από ζωντανές στιγμές και παλεύουμε να γίνουν ομορφότερες από αυτές που βλέπουμε. Να ξαναζωντανέψουν κι ενσαρκωθούν μεταφορικά με αίμα και οστά τους. Αν ζητήσετε ν’ αφηγηθώ κάτι δικό μου σαν ιστορία, δε θα ’ναι εύκολο για μένα. Πλάθουμε ζύμη στη σκάφη του δημιουργού και εκείνη τη στιγμή χανόμαστε πάνω της. Κι αν αυτό που ζυμώνεται λέγεται ιστορία, ας λέγεται ιστορία. Ο συγγραφέας λογοδοτεί αν γράφει καλά αυτό που γράφει.

Μια ιστορία που προορίζεται να γίνει λογοτεχνία, ανεξαρτητοποιείται, αν ο συγγραφέας επιστρατεύει τα κρυφά και γνωστά εφόδια που διαθέτει φτιάχνοντας την ομορφότερη, χάρη της αφήγησής του. Όλα αυτά δεν είναι κομμένα με μαθηματικούς όρους ένα κι ένα δύο. Πολλές φορές ψάχνεις με σχολαστικό πείσμα το αίνιγμα, γυρίζεις όρθια κι ανάποδα στον ύπνο και ξύπνο μια αρχική εισαγωγική φράση κλειδί, σα νήμα της Αριάδνης να μπεις στον λαβύρινθο, όπως σε θεμέλια σπιτιών με τους ακρογωνιαίους λίθους, για στήριγμα, για δόλωμα δομής και πλοκής, βασανίζεσαι, τυραννιέσαι, την ανακαλύπτεις τη φράση εικόνα που ίσως περιέχει σε μικρογραφία όλη την ιστορία, γράφεις, σβήνεις. Ράβε, ξήλωνε η υπόθεση. Πολλές φορές η αρχική φράση- εικόνα που ετοιμάζεται μερόνυχτα, χάνεται και μένει άδειος σκελετός. Κι έτσι το πρώτο εύρημα κλειδί άνοιγμα που προόριζες μέχρι τον επίλογο κι ας ήταν εικόνα που χρησίμευσε σαν φως ατμομηχανής που οδήγησε στις ράγες ολόκληρο τρένο, υποχωρεί, παραχωρεί τη θέση της, μετακινιέται όπου βολεύεται καλύτερα, στη μέση, στο τέλος κι άλλη πιάνει τη θέση της πάνω στον άθλο του ψαξίματος.

Σχεδόν ούτε πλάνο ούτε αρχή ούτε τέλος με την έννοια ενός αυστηρού σχεδιασμού σε πρώτη καλλιτεχνική φάση ή στάδιο της εκτέλεσης. Αυτές οι ευσυνείδητες, αυτοδημιούργητες εσωτερικές μετακινήσεις δε γίνονται σε άδεια φαράγγια και χούνες, αλλά όταν η μεγάλη δεξαμενή της ύλης τα προσφέρει όλα και είναι έτοιμη να ξεχειλίσει. Κομματάκια, φράσεις, εικόνες εδώ κι εκεί ριγμένα σε χαρτάκια και περιστροφές του νου κατά καιρούς, όχι ως ολοκληρωμένες ιστορίες αλλά από μικρότερα πάζλ προκύπτουν οι μεγαλύτερες συνθέσεις. Κάποια στιγμή τα πάζλ γίνονται μια ενότητα σαν κομματάκια που τραβάει ο μαγνήτης γύρω από το σώμα γύρω από μια σπονδυλική, οργανώνονται κι ίσως η πρώτη εικόνα-φράση γίνεται ο κεντρικός πυρήνας, συνδέει κι οργανώνει όλα τ’ ανοργάνωτα και αυθόρμητα πετράδια που στη γραφή απάνω γίνονται κύριος μοχλός, σώμα, ένα ψηφιδωτό ή τοιχογραφία.

Αυτά όσο αφορά στην πεζογραφία, ενώ στην ποίηση, όλα είναι αποσπασματικές στιγμές, λεπτομέρειες, που μια αρχική φράση της στιγμής ή και μελετημένη μπορεί να γίνει κύριο μοτίβο ολόκληρου ποιήματος ή ποιητικής σύνθεσης που στηρίζεται όλο το οικοδόμημα. Κι όλα αυτά τα περίεργα στην πεζογραφία να θαμποφέγγουν σα μες στη σήραγγα της καταχνιάς. Και καλύτερα να μη τα βλέπεις όλα κατακάθαρα στη διαφάνεια. Προχωρώντας να επιλέγεις, να προτιμάς ότι σου πάει τη στιγμή, απ’ αυτά που βγαίνουν απρόοπτα μπροστά σου, φτάνει να σε οδηγεί και να σε προσανατολίζει το φως του κύριου μοτίβου που θαμποφέγγει να φτάσεις για διέξοδο στο τέλος της σήραγγας. Όλα τ’ άλλα σαν λεπτομέρειες, τα επιλέγεις, τα ξεφλουδίζεις, τα στήνεις, τα ζωντανεύεις στην οδοιπορία σου. Είναι σα να οδοιπορείς στα βυθισμένα βουνά στην ομίχλη που φτάνουν οι κορυφογραμμές να σε οδηγούν να περπατάς στις ατραπούς με τα μάτια κλεισμένα. Είναι σαν ένα τομάρι που το ξετυλίγεις κι ανακαλύπτεις μέσα του λεπτομέρειες κρυφής ιστορίας που κι εσύ που την συναρμολόγησες δεν μπορείς να την εξιστορήσεις καλύτερα από το ξετύλιγμα της ώρας του σκοταδιού που πάλεψες μερόνυχτα να το κάμεις αληθινό και πιστευτό κι ας είναι παιχνίδι δικό σου. Τότε αναρωτιέσαι: πώς ξεκίνησε και πού κατέληξε η ιστορία από μια φράση ή μια εικόνα; Πώς δομήθηκε κι από εικόνα έγινε σώμα στο χαρτί απάνω; Και το ξέρεις μόνο εσύ. Από τις φλέβες σου ορθώθηκε το σώμα. Οι μυς σου σήκωσαν το οικοδόμημα. Είναι σαν ένας σπόρος που φέρνει ένα πουλί, βρίσκει εύφορο μέρος μέσα σου, το βοηθάς, το ποτίζεις κι ούτε καταλαβαίνεις πως μια μέρα μεγαλώνει μπροστά σου, γίνεται δέντρο με τα όλα του και μένει να κάτσεις να γευτείς τον ίσκιο του. Το δέντρο φύτρωσε, η ιστορία έγινε και εσύ σαν ένα μωρό, την απολαμβάνεις ολομόναχος, γιατί μόνος πάλεψες κι είναι δική σου. Αυτή η ιστορία που έφτιαξες λέγεται: τι είπες. Γιατί το αίνιγμα μένει: πώς το είπες.

Το περίεργο είναι πώς έπεσε αυτός ο σπόρος σε εύφορη γη να ευδοκιμήσει, γιατί από κει και πέρα, αφού ο σπόρος περιέχει σε μινιατούρα ότι χρειάζεται να ’χει μια ιστορία, ξεκινάει τότε η διαδικασία και προχωράει η ιστορία. Και ο ευφάνταστος συγγραφέας ερωτευμένος με τις λέξεις, δεν μπορεί να ξεφύγει από το παιχνίδι, κάπου θα βρει μπροστά το «σου ’πα» και «μου ’πες» κι από κει και πέρα συνεχίζει κι αναπτύσσεται η ιστορία μέχρι τέλος. Υπάρχουν ιστορίες έτοιμες που χτυπούν την πόρτα, τις λαξεύεις κι υπακούουν στη μυθοπλασία σου. Υπάρχουν και μικρές ιστορίες, πλεγμένες μέσα στην μεγάλη, εκεί που ξετυλίγεται ο μύθος από μια μικρή αρχή σαν κουβάρι μεγαλώνει, σαν μια χιονοστιβάδα που γίνεται βουνό από μια χούφτα χιόνι. Σίγουρα είχαν χρόνια σχέδια μέσα τους οι συγγραφείς και μερικές ιστορίες έγιναν μεγάλες. Κι έλα ν’ αφηγηθείς τέτοιες μεγάλες ιστορίες. Θέλει νύχτα η Οδύσσεια του Ομήρου, μερόνυχτα η Οδύσσεια του Καζαντζάκη και δεν ξέρω πόσο το εικοσιτετράωρο ταξίδι του Οδυσσέα του Τζέημς Τζόις. Ένας λαβύρινθος η ιστορία, το μόνο που ενώνει- το ταξίδι της.

«Θέλει προσοχή και περιποίηση η τέχνη κι ο έρωτας»

-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Όλα τα βιβλία μου γράφτηκαν με κάποιον παράξενο κι αλλόκοτο τρόπο, αφού παράξενα και αλλόκοτα ήταν δομημένα μέσα μου. Ένα από τα παράξενα είναι που έγραφα και ξανάγραφα και μου φαινότανε ότι δεν έφτασα στον προορισμό, ότι κάτι δεν έπιασε, κάτι δεν πάει εκεί που χρειαζότανε κι άφηνα τα χειρόγραφα αν και στην τελική μορφή τους, αποστασιοποιούμουνα από τους πυρετούς της γραφής, που ήταν όλα δύσκολα, βασανιστικά, αλλά και ευχάριστα κι ωραία και ξαναγύριζα πάνω τους σαν άσωτος γιος παράλληλα με τα άλλα γραπτά μου. Εδώ ένιωθα μέσα μου ότι κάτι χανότανε όταν δεν έγραφα κι άφηνα το χειρόγραφο και κάτι κερδιζόταν με την αποστασιοποίηση ταράζοντας τη δεξαμενή μου. Τουλάχιστον στα δυο μεγάλα μυθιστορήματα «Περί ομονοίας και άλλων δαιμονίων», Νίκας 2018, «Ο νυχτοπαρωρίτης», Φίλντισι, 2019, που μελετούσα από χρόνια τις ρίζες της γενέτειρας μου και αφήνοντας τη σεμνότητα, είχα βάλει στόχο να πιάσω από τα κέρατα και να δαμάσω ταύρους, να μπω στα εντόσθιά τους γεμάτα σφρίγος, να τους φέρω στα μέτρα της αντιπαλότητας να παλέψουν σε γνωστά ιστορικά θέατρα ταυρομαχίας, να δείξουν ικανότητες κι αντοχές, να γίνουν ήρωες, χαρακτήρες, να δράσουν, ν’ αναλάβουν το βάρος της γης, να βαστάξουν το χώμα και τα βράχια του τόπου τους, βγαίνοντας από το αληθινό τομάρι να γίνουν λογοτεχνία. Κάτι παράξενο μου συνέβη και με ένα διήγημα της συλλογής «Νύχτας ανομήματα», Κέδρος, 2006. Τ’ απέσυρα στην τελική φάση πριν την έκδοση. Κάτι μου ’λεγε ότι ήταν αδικημένο στην οικογένεια που το είχα υιοθετήσει. Αργότερα έγινε μυθιστόρημα και συνυπάρχουν πλάι στον υπολογιστή οι δυο εκδοχές: διήγημα έμβρυο πρώτης γραφής και μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα και το θυσιασμένο διήγημα που δεν σβήνεται, το προσέχω και με πονάει.

-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Η μεγαλύτερη συγγραφική εμμονή που με κυνηγάει όσον αφορά θεματική και μορφή και μετατρέπεται εντωμεταξύ και σε αίνιγμα και γρίφος είναι: αν μπόρεσα να δώσω τα χρώματα της ιδιαίτερης μικρής πατρίδας, που μέσα μου έχουν μεταμορφωθεί σύμβολα, αν έχουν κάτι στην εξωτερική αρχιτεκτονική και δομή από τα βουνά, τους κάμπους, τα ποτάμια, τις ακρογιαλιές, τα θεϊκά ουράνια μου, αν μπόρεσα να δώσω την πεμπτουσία της ψυχής του συμπατριώτη μου και συντοπίτη μου, από τα Βόρεια μέρη της Ηπείρου. Όλες οι εμμονές που με πλακώνουν σαν ίσκιοι μερόνυχτα έχουν σχέση με το κύριο μοτίβο μου. Κι όλα αυτά εντός μου έχουν μετατραπεί σε άρρητα σύμβολα κι εγώ περπατώ πάνω τους σαν στα ψηφιδωτά που έστρωσα μόνος ξεκινώντας από το πατρικό σπίτι. Τα σύμβολα μου, χώμα, βράχια, νερά, πέτρες, ουρανός, δέντρα, πουλιά, παλεύω να τα υψώνω μια ζωή μέσα μου, γιατί αυτό τουλάχιστον εξαρτιέται από μένα. Τ’ άλλα σύμβολα της ιστορίας σημαίες, ύμνοι και σύνορα δεν εξαρτούνται από μένα. Αν όμως θα στρώσεις καλά τα ψηφιδωτά σύμβολα, διευκολύνεις και ιστορικές καταστάσεις. Μπορεί η λογοτεχνία να λύσει γρίφους και αινίγματα; Τα μοτίβα πολλές φορές επιβάλουν τις τεχνικές. Και τα μοτίβα μου επέλεξαν μόνα τεχνικές της γραφής και παντρεύουν ρεαλιστικό και μαγικό ρεαλισμό. Με ποιητικές κι ονειρικές τεχνικές συνδέονται συνήθως οι ιστορίες των ηρώων μου. Η οικογένεια των θεμάτων αντλεί από τη δεξαμενή μου. Οι εμμονές: να ’μαι και κοντά και μακριά τους. Αυτό με κάνει να λέω όπως κάθε συγγραφέας: γράφω ένα και μόνο βιβλίο. Αφού μέσα του είμαι εγώ που παντρεύω κι η δεξαμενή μου.

Ο Νίκος Κατσαλίδας με τον αείμνηστο πατέρα του – δάσκαλο και λαογράφο Γρηγόρη Κατσαλίδα.

-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Πρώτα πρέπει να υπάρχει μέσα σου ο άνθρωπος που μόνο εσύ θα τον βλέπεις ζωντανό να κινιέται μπροστά σου, να συνοδεύεις τις κινήσεις του και να επιλέγεις τις πιο αντιπροσωπευτικές για να τον κάμεις χαρακτήρα. Μια ιστορία είναι σαν ένας κορμός δέντρου, που για να σταθεί όρθιο, αγέρωχο, ανεξάρτητο, πρέπει να ’χει τις ρίζες βαθιά στη γη, η ραχοκοκαλιά ν’ αντέχει κεραυνούς κι αστροπελέκια, να δίνει να παίρνει να δέρνεται με τους βοριάδες, να ’χει κλαριά και φύλλα για οξυγόνο και αύρες και πουλιά για κελαηδίσματα. Μια ιστορία πρέπει να ’χει το ζωντανό κομμάτι, να τροφοδοτεί τον σκελετό με επική και λυρική αφήγηση. Οι ιστορίες του κόσμου που περνούνε μπροστά σου είναι τόσες που δεν μπορείς να τις διακρίνεις, αλλά νομίζω ότι αυτές που ’ναι αποκλειστικά για σένα και ταιριάζουν, σε πλησιάζουν, στέκονται μόνες και σου γνέφουν όπως τα πουλιά, όπως ο αβρός έρωτας στην αρχή, που αν μείνει με τόσο, απλώς με μια αγνή εμφάνιση, σταματάει, δεν πάει πιο πέρα. Θέλει προσοχή και περιποίηση η τέχνη κι ο έρωτας. Αλλά κι αν δεν έχεις φτιάξει ή δεν πρόσφερες έτοιμη μια και μόνη αυθεντική κλασική ιστορία κι αφήνεις στοιχεία κλειδιά στα χέρια του καλού αναγνώστη να την φτιάξει και συναρμολογήσει, δεν είναι τεχνική καλής ιστορίας; Μια ιστορία στο περιεχόμενό της, για να γίνει απτή πρέπει να ’χει χαρακτήρες που με την λάξευσή ζωντανεύουν και γίνονται ήρωες.

– Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Υπάρχουν ειδών-ειδων ήρωες. Οι εντός σου και οι εκτός σου. Τους εκτός σου, από τις πηγές της ζωής, που έχουν ψάξει και σκαλίσει πολλοί γνωστοί σύντεχνοί σου, δεν είναι εύκολο να προσεγγίσεις. Τους εντός σου, τους δικούς σου, που κι αυτούς από κει τους πήρες, και τους φτιάχνεις μόνος σου, πρέπει να τους έχεις χωνεμένους μέσα σου, γιατί ξέρουν πολλά και πάνω στα πολλά, σου φεύγουν από τα χέρια κι αντί να ’σαι από πάνω τους εσύ να τους ελέγχεις, να τους προσέχεις, σε κάνουν όπως θέλουν στην αποτυχία σου. Δεν φτάνουν τα εξωτερικά πορτρέτα του κόσμου. Πρέπει να ’ναι μέσα σου δοκιμασμένα αν αντέχουν να μπουν στη λογοτεχνική ιστορία σου πορτρέτα για να δώσουν τις μεγάλες της τέχνης μάχες τους.

-Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Οι κυριότεροι ήρωές μου έφτασαν σε μένα μ’ ένα αλλόκοτο τρόπο. Ο Οδυσσέας στο «Το άροτρο του φεγγαριού», ήρθε και μπλέχτηκε από μυθολογικό ομηρικό πρόσωπο και έγινε σύγχρονος Οδυσσέας που σπάει τον κλοιό και τα τείχη, δραπετεύει για έναν καινούργιο κόσμο, απογοητεύεται και ξαναγυρνά στην ιδιαίτερή πατρίδα του. Ο Μάμης Μάστορας, ένα πολύ γνωστό οικείο μου πρόσωπο, με περίπαιζε συνέχεια ως άνθρωπος με τα λαξεύματα της πέτρας και τις επεξεργασίες της ψυχής με τους στίχους που έγραφε στις πέτρες, ώσπου κατάφερε μετά από χρόνια συσσώρευσης και με τον κόσμο και τις λεπτομέρειες του έγινε κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα «Περί ομονοίας και άλλων δαιμονίων». Και πήρε μεγάλο φορτίο να αφηγηθεί εκατό χρόνια ιστορίας της γενέτειρας του.

Κι ο άλλος ήρωας ο ονειροπαρμένος Πέτρος Πρωτομάστορας, σπουδασμένος, γραμματισμένος έλληνας, αλαφροΐσκιωτος που νυχτοπερπάτησε κι αυτός με τα εδάφιά του, ένα πασίγνωστο πρόσωπο στον γενέθλιο χώρο, στα περίχωρα και την ενδοχώρα, επιστήθιος φίλος του πατέρα μου, στο μυθιστόρημα «Ο νυχτοπαρωρίτης», από ένα πρώιμο στοιχείο γνωριμίας, εικόνα που ’χε εισδύσει χρόνια μέσα μου κι ερευνούσα την οδοιπορία του, μπόρεσε φόρτωσε πάνω του μια εποχή, μια ιστορία ακέρια για μυθιστορηματικό άνοιγμα στον κόσμο, ιστορία που τότε φαινότανε ουτοπία ενός νυχτοπαρωρίτη. Και η νουβέλα «Νυχτερινή κατάνυξη», γράφτηκε μ’ έναν περίεργο τρόπο, αλλιώς από τ’ άλλα βιβλία που αντέχουν και δεν βιάζονται.

Η θεία Παρασκευή, η μάνα του Λάζου, που έφαγε 25 χρόνια στις φυλακές μας επισκεπτόταν συχνά στο σπίτι ως ξαδέρφη της μάνας. Προπάντων τις Κυριακές που η σύζυγος μου έκανε πίτες. Εκείνη την Κυριακή, ενώ κοιτούσα το σταφιδιασμένο πρόσωπο της, κάτι γυρόφερνε μέσα μου και της άνοιξα κουβέντα να μου διηγηθεί τα ταξίδια στις φυλακές για να βρει το Λάζο της. Όταν έφυγε, αμέσως έγραψα απνευστί πενήντα σελίδες, δίχως ν’ αλλάξω σχεδόν τίποτε σημαντικό από τις λεπτομέρειες κι έτσι τυπώθηκε στον Κέδρο.

«Πώς να μη μ’ εντυπωσίαζε η Οδύσσεια, αφού οι δύο ομηρικοί ήρωες ήταν ο πάππου- Νικόλας κι η γιαγιά- Όλγα μου;»

-Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Συλλάβιζα πριν πάω σχολείο μικρούλικα κείμενα. Ο πατέρας μου δάσκαλος λαογράφος, με Ελληνικές σπουδές, είχε πολλά βιβλία. Τα περισσότερα κατασχέθηκαν αλλά με διορατικότητά είχε κρύψει πολλά σε κλεισμένα κασόνια στο ταβάνι μας κι όταν πέρασαν οι μπόρες έβαζε στην καταπακτή τη σκάλα, τα κατέβαζε στην κάμαρη και τα ’κρυβε κάτω από τα κρεβάτια. Είδα κατά καιρούς στοίβες στο τραπέζι ή στα κασόνια που έσερνε κάτω από τα κρεβάτια και τα αναφέρω με την οπτική εικόνα: Ιλιάδα, Οδύσσεια, Προμηθέας, Μήδεια, Οιδίποδας, Μάκβεθ, Η γέννηση της τραγωδίας, Παλαμάς, Σολωμός, Κρυστάλλης, Πορφύρας. Στίχους όπως: «Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες τη χώρα», «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη», «Πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος» και το ποίημα «Βράδυ σ’ ένα χωριό», θυμάμαι από την παιδική ηλικία. Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ή καλύτερα μου διάβαζε το βράδυ η γιαγιά και την επομένη ξαναδιάβαζα μόνος, ήταν η Οδύσσεια, μια διασκευή για παιδιά. Ήταν τότε που έφτιαξα μέσα μου την φανταστική εικόνα ότι ο Οδυσσέας ήταν ο παππού- Νικόλας μου ο ταξιδευτής στην Αμερική και η Πηνελόπη η γιαγιά Όλγα που τον περίμενε και το διάβαζε να φύγει η δυσφορία της. Τότε έφτιαχνα μέσα μου τον μικρό συγγραφέα, μιμούμενος τον Όμηρο, και όπως ξανάπα, έγραψα μια πρωτόλεια Οδύσσεια, που μόνο τον τόπο που γράφτηκαν θυμάμαι εκείνες οι σελίδες. Πώς να μη μ’ εντυπωσίαζε η Οδύσσεια, αφού οι δύο ομηρικοί ήρωες ήταν ο πάππου- Νικόλας κι η γιαγιά- Όλγα μου;

-Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Δε νομίζω ότι κάποιο βιβλίο μου άλλαξε τη ζωή και γενικώς ότι τα βιβλία με τη λογοτεχνική έννοια μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Αναμφισβήτητα πολλοί μεγάλοι συγγραφείς μου έχουν ανοίξει λογοτεχνικούς ορίζοντες όσο αφορά την οπτική γωνία και την αισθητική που βλέπουν τον κόσμο, μου δίδαξαν ύφος γραφής και μυστικά που μπορείς να τα διαβάσεις ανιχνεύοντας τις ψυχές των συνανθρώπων σου. Επιστρέφω και ξαναδιαβάζω σαν πρώτη φορά κι ανακαλύπτω πάντοτε κάτι καινούργιο στους αγαπημένους μου συγγραφείς που θα αναφέρω στην επόμενη ερώτηση. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω διαβασμένα και επιλεγμένα αδιάβαστα, για να βρω σαν το ελιξίριο το βιβλίο που θ’ αλλάξει τη ζωή μου. Δεν ξέρω αν έχει βρει κανείς μέχρι τώρα ένα τέτοιο βιβλίο; Αν όχι τη ζωή με την έννοια της επιβίωσης, την αισθητική της, μεγάλοι συγγραφείς και σημαντικά βιβλία μου την έχουν αλλάξει από χρόνια.

-Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Ξαναδιαβάζω, ξεφυλλίζω ομηρικά έπη, ελληνική τραγωδία, Άγια Γραφή, κλασικούς και σύγχρονους ποιητές και πεζογράφους, από Μάρκες μέχρι Ελύτη. Πιστεύοντας στην αισθητική διαπίστωση ότι η ομορφιά της τέχνης θ’ αλλάξει τον κόσμο, φυσικά επανέρχομαι συχνά στον δημιουργό της, τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.

– Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Υπάρχουν στιγμές που μου χρειάζεται μια σιωπηλή διαδικασία ώσπου να μαζέψω τα σύνεργά μου σαν το ζευγολάτη μπροστά στο άροτρό του και τα βόδια του και να αράξω μπροστά στο χαρτί (υπολογιστή), να αποστασιοποιηθώ από το περιβάλλον που ζει ο υλικός κόσμος, να συγκεντρωθώ να μπω στις μεταφορικές βραγιές της καλλιέργειας αυτού του χωραφιού που λέγεται δημιουργία. Υπάρχουν στιγμές όντας βυθισμένος σε βαθιά νερά γεμάτα εικόνες που μοιάζουν να βγαίνουν από άγνωστα σκοτάδια που ψάχνω τα φώτα να με βγάλουν πέρα από τα τούνελ του άγνωστου να δει το πόνημα μου φως, που και κανόνια να πέφτουν γύρω μου ούτε καν τα ακούω και ούτε που με βλάπτουν τη στιγμή της γραφής μου. Αυτή η στιγμή όταν κάθομαι και σκέφτομαι τι πρέπει να είναι, μου φαίνεται κι εμένα περίεργη κι αν δεν είναι θεϊκή, συνηθισμένη πάντως δεν είναι. Όταν είμαι έτοιμος αλλά και όταν δεν είμαι και κάθομαι να γράψω, το περιβάλλον, το προετοιμάζω με βιβλία, που διαλέγω να συγγενεύουν με το αντικείμενο μου και τα ’χω πλάι μου, παρά με μουσικές, με εικαστικά έργα και απόλυτες σιωπές. Πάντως τη στιγμή της δημιουργίας και όταν υπάρχει απόλυτη σιωπή, μου φαίνεται πάλι ότι κάτι θροΐζει, κάτι ψιθυρίζει, κάτι κελαρύζει, κάτω βαθιά ή ανάμεσα στις γραμμές του γραψίματος, αφού πολλές φορές μου φαίνεται ότι στην αφάνταστη σιωπή, ακούω τους παλμούς της καρδιάς και τις εισπνοές και εκπνοές μου. Όταν είναι να διαβάσω, διαβάζω κι όταν να γράψω, γράφω. Αφού διαβάζω 50 σελίδες την ημέρα, γιατί να διαβάζω κι όταν γράφω; Ίσως ξεφυλλίσω κάτι για κάποιο στοιχείο που θα με διευκολύνει.

– Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Αυτό που γράφω σήμερα, ύστερα από τη λέξη τέλος της πρώτης γραφής, δεν ξέρω πότε θα πάρει τέλος, οριστικό και αμετάκλητο και πότε θα έρθει η σειρά του να βγει βιβλίο και για τους άλλους. Ένα χειρόγραφο που τελειώνει προσωρινά αφήνει τη θέση του στο άλλο, πολλά είναι έτοιμα και άλλα πολλά περιμένουν. Θα πεις, δεν σβήνει η φλόγα και το πάθος του γραψίματος με τον σχολαστικό επανέλεγχο του κείμενου στο εργαστήρι; Όντας στα κύτταρα σου το πάθος κι η φλόγα, τότε σε κρατούνε οι ήρωές σου από το μανίκι μην τυχόν και τους φύγεις. Δεν είμαι απ’ αυτούς που γράφουν κι εκδίδουν. Έχει περάσει αυτή η φάση. Στο τέλος κάθε βιβλίου είναι η ημερομηνία της γραφής που δεν συμπίπτει μ’ αυτή της έκδοσης. Διάφορα χειρόγραφα περιμένουν την έκδοσή τους. Στο τέλος της γραφής, η γραφή και όχι ο χρόνος δικαιώνει το συγγραφέα της.

Αθήνα, Μάης- Ιούνης 2021

Ο Νίκος Κατσαλίδας γεννήθηκε στην Άνω Λεσινίτσα, περιοχής Θεολόγου των Αγίων Σαράντα. Είναι γιος του λαογράφου Γρηγόρη Κατσαλίδα. Σήμερα ζει στην Αθήνα. Έκανε ανώτατες φιλολογικές σπουδές στα Τίρανα. Ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος με πολλές τιμητικές διακρίσεις και βραβεία. Είναι μέλος και επίτιμο μέλος λογοτεχνικών ενώσεων και σωματείων. Υπηρέτησε ως φιλόλογος στην ιδιαίτερή του πατρίδα και στα χρόνια της μεταπολίτευσης ως λογοτεχνικός συντάκτης στον Τύπο της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας. Αντιπροσωπευτικά του ποιήματα συμπεριλαμβάνονται σε διάφορες παγκόσμιες Ανθολογίες στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, βουλγαρικά, ρουμανικά, ισπανικά, ενώ ο ίδιος μετέφρασε στα αλβανικά πενήντα Έλληνες ποιητές και πεζογράφους. Ένας από τους ιδρυτές της ΔΕΕΕΜ «Ομόνοια». Κατά το 2001-2002 χρημάτισε υπουργός Επικρατείας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Αλβανία. Κατά το 2004-2008 διετέλεσε Μορφωτικός Σύμβουλος στην Αλβανική Πρεσβεία στην Αθήνα. Το 2001 απέσπασε το βαλκανικό βραβείο «Αίμος», στη Σόφια, για την ποιητική συλλογή «Τα εκατό εκατόφυλλα της Πούλιας». Το 2002 του απονεμήθηκε η «Ασημένια πένα» από το Υπουργείο Πολιτισμού της Αλβανίας για τη μετάφραση του Ελύτη. Το 2018 του απονεμήθηκε από την Εταιρεία Μεταφραστών Βραβείο Ευποιίας για την μετάφραση του Ελύτη και Ουράνη. Ο Νίκος Κατσαλίδας συμπεριλαμβάνεται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό της Αλβανικής Ακαδημίας και στην Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια Who is who (2012), ανάμεσα στις διάσημες προσωπικότητες. Το 2012, παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Αλβανικής Δημοκρατίας με το ανώτατο μετάλλιο τάξης γραμμάτων «Μεγάλος καλλιτέχνης». Το μυθιστόρημα «Περί ομονοίας και άλλων δαιμονίων», 2019, ήταν στην Βραχεία λίστα βραβείου The Athens Prize for Literature. Ο Νίκος Κατσαλίδας είναι τακτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ

ΠΟΙΗΣΗ

  • Το μοιρολόι του βουρκωμένου βουνού,
  • Γράμμα, Θεσσαλονίκη 1994
  • Κι η Σφίγγα μίλησε, Μαγδονία, Θεσσαλονίκη 1995
  • Τα πικρολέμονα, Βιολάρης, Λευκωσία, 1995
  • Τα εκατό εκατόφυλλα της Πούλιας, Διαβαλκανικό
  • Κέντρο Βιβλίου, Θεσσαλονίκη 1997
  • Η αμβροσία των βράχων, Κοντοσόρος, Κέρκυρα 1997
  • Το δάκρυ του κυκλάμινου, Αθήνα 1998
  • Η πύλη των βοριάδων, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 1998
  • Οι προφητείες των δέντρων, Ντριτερό, Τίρανα 1998
  • Χίλια κοχύλια, ΕΙΥΑΠΟΕ, Ιωάννινα 1999
  • Η πρώρα των άστρων, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2001
  • Η μοίρα του αμάραντου, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2003
  • Το ελιξίριο της πέτρας, ΤΟΕΝΑ, Τίρανα 2004
  • Η βάπτιση των πουλιών, Ονούφρης, Τίρανα 2005
  • Η σέλα της σελήνης, Τυπωθήτω, Αθήνα 2007
  • Τα εραλδικά της κίχλης, Καστανιώτης, 2008
  • Τα σημεία της θλίψης, εκδόσεις του Φοίνικα, 2009
  • Ηλιακά ρολόγια, Μανδραγόρας, 2011
  • Όφις οικουρός, εκδόσεις του Φοίνικα, 2012
  • Ο παρακλητικός του ηλιοβασιλέματος,
  • εκδόσεις του Φοίνικα, 2014
  • Δαφνοπόταμο, Τυπωθήτω, Αθήνα 2015
  • Μικρή Ανθολογία, Ακτή, Λευκωσία, 20017
  • Η χλόη της ανατριχίλας, εκδόσεις του Φοίνικα,2017
  • Το ξύπνημα των κοιμωμένων οφθαλμών, Νίκας, 2020

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

  • Νύχτας ανομήματα, Κέδρος, Αθήνα 2006

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ

  • Το άροτρο του φεγγαριού, Ψυχογιός, 2004
  • Περί ομονοίας και άλλων δαιμονίων, Νίκας, 2018
  • (Βραχεία λίστα βραβείου The Athens Prize for Literature)
  • Ο νυχτοπαρωρίτης, Φίλντισι, 2019
  • Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε αρχικά στο ψηφιακό περιοδικό fractal του Μαΐου – Ιουνίου 2021 
-Advertisement / Διαφήμιση-

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.