«Πιτσιμπούργκο» – η Χίος και η Αμερική του 1913

0
Η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου. Φωτογραφία: www.iefimerida.gr

Το «Πιτσιμπούργκο», η επιστολογραφική νουβέλα της Σώτης Τριανταφύλλου για τους Έλληνες μετανάστες των αρχών του 20oύ αιώνα, γραμμένη σε χιώτικη ντοπιολαλιά, κυκλοφόρησε ξανά από τις εκδόσεις Πατάκη. Τη διαβάσαμε και μοιραζόμαστε μαζί σας τις εντυπώσεις μας. 

Πώς ήταν η Χίος του 1913; Πώς ζούσαν οι Έλληνες μετανάστες στην Αμερική των αρχών του 20ού αιώνα; Ποιες δυσκολίες έζησε η γενιά των παππούδων ή προπαππούδων μας; Ποια ανυπέρβλητα εμπόδια χώριζαν για πάντα μια οικογένεια (εμπόδια τα οποία σήμερα, στα χρόνια της ψηφιακής επικοινωνίας ή της παγκοσμιοποίησης που έχει κάνει τα υπερπόντια ταξίδια υπόθεση μιας ημέρας, φαίνονται σε εμάς παιχνιδάκι);

Το επιστολογραφικό αφήγημα «Πιτσιμπούργκο» της Σώτης Τριανταφύλλου, το οποίο είχε δημοσιευθεί για πρώτη φορά το 2006 από τις εκδόσεις Αιγέας, επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.

Πρόκειται για μια συγκλονιστική ματιά στη μετανάστευση και την ξενιτιά, για τη μοναξιά, το νόστο και την πάλη επιβίωσης όσων φεύγουν αλλά και για την πίκρα όσων οικείων μένουν πίσω. Τρυφερό και αληθινό, το «Πιτσιμπούργκο», γραμμένο στην ντοπιολαλιά της Χίου της δεκαετίας του 1910, αποτελείται από μια σειρά επιστολών που ανταλλάσσει ένα νιόπαντρο ζευγάρι, το οποίο αναγκάστηκε από την αναδουλειά και τη φτώχεια να χωριστεί. Ο Δημοστένης φεύγει στην ξενιτιά για να χτίσει ένα καλύτερο μέλλον και φτάνοντας στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια, ζει, όπως ο ίδιος γράφει στην αγαπημένη του Ελέγκω, σχεδόν όπως οι σκλάβοι της Αμερικής, δουλεύοντας στα ορυχεία χάλυβα και κάρβουνου σε άθλιες συνθήκες.

Το εξώφυλλο της νουβέλας “Πιτσιμπούργκο”.

Εκείνη, έχοντας ξεμείνει πίσω ολομόναχη, περιμένει με αγωνία, μέσα σε ένα υγρό, άδειο σπίτι, που κοντεύει να πέσει από το άνεμο και τη βροχή, το πολυπόθητο εισιτήριο που θα της στείλει εκείνος, μαζεύοντας κοπιαστικά το κόστος των ναύλων μέρα-μέρα. Οι μήνες περνούν κι εκείνη διαμαρτύρεται, βυθίζεται σε μια υπαρξιακή αγωνία, υποκύπτει στις δεισιδαιμονίες του χωριού, υποφέρει. Γράμματα χάνονται ή αργούν τόσο να έρθουν, πληγώνοντας τους δύο αγαπημένους, κάνοντάς τους να υποφέρουν από τη νοσταλγία και το φόβο ότι έχουν χάσει τον άνθρωπό τους ή ότι τους ξέχασε για πάντα.

Η Σώτη Τριανταφύλλου κρατά σοφά την προφορικότητα που έχει ο γραπτός λόγος σε μια επιστολή την οποία στέλνουμε σε κάποιον αγαπημένο, με τα παράπονα, την έλλειψη, τον πόνο, τις ζήλιες, τα ξεσπάσματα θυμού, την ανασφάλεια, ακόμα και με τον ανικανοποίητο πόθο για τον άλλον. Δεν πέφτει στην παγίδα να αφηγηθεί λογοτεχνικά τις εμπειρίες των ηρώων της, ούτε να σκιαγραφήσει τα μέρη με τον τρόπο που το κάνει ένα μυθιστόρημα, μετατρέποντας τους ήρωές της σε αφηγητές-λογοτέχνες ή παρασύροντάς τους σε μια γλώσσα ποιητική που θα φαινόταν ξένη για δυο ανθρώπους του μόχθου.

Η συγγραφέας υπηρετεί το αφηγηματικό σχήμα των επιστολών με τόσο ρεαλισμό που ο αναγνώστης ξεχνά από την πρώτη κιόλας επιστολή ότι πρόκειται για μια λογοτεχνική νουβέλα.

Διαβάζοντας το «Πιτσιμπούργκο» έχεις ολοένα και πιο πολύ την αίσθηση ότι έχει πέσει στα χέρια σου η αληθινή αλληλογραφία ενός ζευγαριού που το χώρισε η ξενιτιά, ένα ιστορικό και λαογραφικό ντοκουμέντο που φανερώνει τις συνθήκες ζωής και την καθημερινότητα των ανθρώπων της εποχής τους, χωρίς φτιασίδια, χωρίς περιττά στολίδια στο λόγο. Η συγκλονιστική και πειστική χρήση της χιώτικης ντοπιολαλιάς εκείνης της εποχής, βοηθά πολύ προς αυτή την κατεύθυνση. Στο τέλος του αφηγήματος, μάλιστα, υπάρχει ένα βοηθητικό γλωσσάρι με τις χιώτικες λέξεις σε αλφαβητική σειρά και την εξήγησή τους, αποσαφηνίζοντας πολλά κομμάτια των επιστολών.

Το εξώφυλλο του βιβλίου «Πιτσιμπούργκο» κοσμεί μια φωτογραφία της γιαγιάς και του παππού της Σώτης Τριανταφύλλου.
Θα μπορούσε αυτή η αλληλογραφία να είναι εγκιβωτισμένη σε ένα μεγαλύτερης έκτασης μυθιστόρημα που αφηγείται τα χρονικά κενά τα οποία υπάρχουν από γράμμα σε γράμμα, να αναλύονται οι χαρακτήρες πέρα και έξω από όσα οι ίδιοι γράφουν στο χαρτί. Οι δύο προσωπικότητες είναι τόσο ενδιαφέρουσες που θα μπορούσαν να αποτελούν δύο στιβαρούς ήρωες ακόμα και ενός ογκώδους μυθιστορήματος.

Παράλληλα, και τα γεγονότα που αφηγούνται οι δύο ήρωες -κυρίως εκείνα που αναφέρονται υπαινικτικά, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι ο Δημοστένης μπλέκει με έναν Ιταλό μαφιόζο και του κάνει θελήματα προκειμένου να μαζέψει γρηγορότερα τα χρήματα για το εισιτήριο της Ελέγκως- θα μπορούσαν άνετα να γίνουν ολόκληρα κεφάλαια σε ένα κατά πολύ μεγαλύτερο αφήγημα. Ωστόσο, και πάλι εύστοχα η Σώτη Τριανταφύλλου επέλεξε το δρόμο της οικονομίας του λόγου και ένα λιτό μέτρο, ώστε το έργο να μη χάσει ούτε λίγη από τη μαγεία που του προσφέρει αφενός η αποσπασματικότητα μιας αλληλογραφίας και αφετέρου τη θεατρικότητά του.

Η Σώτη Τριανταφύλλου μιλάει στο iefimerida για όλα: «Δεν πρόκειται να υποχωρήσω, δεν πρόκειται να σιωπήσω»
Οι επιστολές αφήνουν γυμνούς τους ήρωες στα μάτια ενός αναγνώστη που κρυφοκοιτά τις ματαιωμένες ζωές τους. Κι αυτό αποτελεί αξία ανεκτίμητη, ειδικά σε μια εποχή όπου ακόμα και η λογοτεχνία ναρκισσιστικά πολλές φορές αρέσκεται στην υπερανάλυση -χωρίς αντικείμενο δε- και τη φλυαρία.

Ο αναγνώστης μέσα μονάχα από τα γράμματα καλείται να σχηματίσει μια σαφή εικόνα όχι για όσα λέγονται, αλλά για όσα απουσιάζουν από το χαρτί και αχνοφαίνονται πίσω από τις λέξεις. Διαβάζοντας, καλείσαι να γίνεις εσύ ο αφηγητής ή ο ζωγράφος που θα καλύψει με τη φαντασία του όσα παραλείπονται ή όσα αφήνει αναπάντητα το κενό μιας επικοινωνίας που γίνεται μετ’ εμποδίων. Γιατί το να διαβάζεις την αλληλογραφία δύο ανθρώπων από το παρελθόν είναι σαν να παρακολουθείς ένα ζωντανό καμβά, που απεικονίζει την εποχή τους, να εξελίσσεται σταδιακά, λέξη-λέξη, μπροστά στα μάτια σου.

Τελειώνοντας το ένα γράμμα μετά το άλλο, συνθέτεις στο μυαλό σου την ιστορία τους και χρειάζεται να καλύψεις ο ίδιος τα κενά που αφήνει ο προφορικός τους λόγος, ο οποίος έχει μεταφερθεί αυθόρμητα στο χαρτί, χωρίς καμιά επιμέλεια, χυμώδης όσο ο τρόπος που μιλάμε στους οικείους και αγαπημένους μας. Είσαι εκεί, μετά την τελευταία επιστολή. Διαβάζεις τις λέξεις και νιώθεις όσα οι λέξεις προκαλούν, ή όσα αδυνατούν να περιγράψουν. Κι αυτή είναι η μαγεία και η ποιητικότητα ενός λιτού αφηγήματος που κινητοποιεί δημιουργικά τη φαντασία του αναγνώστη, χαρίζοντάς του αυτό που μια τραγωδία μπορεί να γεννήσει: τη μέθεξη.

Πηγή: iefimerida.grH Χίος και η Αμερική του 1913 μέσα από τη δυνατή γραφή της Σώτης Τριανταφύλλου -Διαβάσαμε το «Πιτσιμπούργκο» – iefimerida.gr

-Advertisement / Διαφήμιση-

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.