Ηθογράφημα: «Παντοπωλείον η αφθονία»

1
Ο μπακάλης.

Γράφει η Ευαγγελία Αλιβιζάτου *

«Ναι, με ακούτε;

Παρακαλώ, Παντοπωλείον η ”αφθονία” εκεί;

Εσείς είστε, κυρ Στέφανε;

Ναι, άκου κυρ Στέφανε θέλω να πας κάποια πράγματα στο σπίτι στα παιδιά!

Ναι, κυρ Στέφανε το ξέρω, θα στα πληρώσω το Σάββατο!

Κυρ Στέφανε όπως σου το λέω!

Ναι διορίστηκα κυρ Στέφανε!

Λοιπόν ένα κιλό μακαρόνια, δυο κιλά ζάχαρη, από την καλή, ένα κουτί μαρμελάδα, ναι, μαρμελάδα βερίκοκο.

Είναι ακριβή; Χύμα δεν έχει;

Από την καλή όμως και μπόλικο ζαμπόν˙ και που είσαι κυρ Στέφανε και τρεις σοκολάτες για τα παιδιά και έξι κουτιά γάλα!

Ναι κυρ Στέφανε, έπιασα δουλειά!»

Συγκίνηση προκαλεί η θύμηση της σκηνής της ελληνικής ταινίας, με το μπακάλικο και την αξέχαστη Ελληνίδα πρωταγωνίστρια του κινηματογράφου και του θεάτρου! Και ποιος δεν μεγάλωσε με αυτές τις όμορφες εικόνες που μας μεταφέρουν σε μια άλλη εποχή;

Τα μπακάλικα, αυτά τα μικρά μαγαζάκια της γειτονιάς, συνοικιακά, είναι αυτά που κράτησαν τα σκήπτρα των νοικοκυριών για πάνω από μισό αιώνα.

Ο δικός μας ο μπακάλης, της δικής μου γειτονιάς, εκεί στο «Ασπρόχωμα». Μικρό παιδί ήμουν, που τον θυμάμαι… Έντιμος άνθρωπος ο κυρ Παναγής, τίμιος, πάλευε να κρατήσει την οικογένειά του και να την αναθρέψει με  κόπο.

Όλοι τον σεβόμασταν για την ευγένεια και την περιποίηση που έδειχνε σ΄ εμάς. Γύρω στα πενήντα γεματούλης χωρίς μαλλιά, με καλοσύνη στο βλέμμα κι ένα μεγάλο μουστάκι στο πρόσωπό του, να προσπαθεί να δώσει σοβαρότητα στην ευγενική  φάτσα του.

Πρωί – πρωί, θυμάμαι, να ανοίγει το μαγαζί κάθε που πέρναγα για το σχολείο, έχοντας ένα μεγάλο λουκέτο στο πλακάκι και αφού σήκωνε το ρολό, τον κοιτούσες να βγάζει με υπομονή τα κοφίνια με τα φρούτα, τις πατάτες και τα υπόλοιπα μαναβικά. Χαμογελούσε πάντα και δείχνοντας με τα χέρια του τα φρέσκα λαχανικά, έκανε μία αστεία χειρονομία  λέγοντας «Εεε…, είμαι και καλλιτέχνης».

Οι ταμπέλες πάντοτε καθαρές, με την τιμή από το μαρκαδόρο χωρίς μουτζούρες. Μπαίνοντας μέσα, η καλοσύνη από αυτόν ξεχείλιζε.

«Καλώς την κυρά Πέρσα μας! Τι θα θέλατε, κυρά μου;»

«Καλημέρα κυρ Παναή. Βλέπω, φέρατε και ρέγγα μάλιστα, πολύ ωραία!»

     «Και παστές σαρδέλες, κυρά Πέρσα μου!»

     «Βλέπω και λακέρδα!»

     «Ναι είναι φρεσκότατη κυρά μου!»

     «Βάλε μου˙θα φάμε φακές σήμερα, ταιριάζει!»

Το  βαρέλι  με τη φέτα καμάρωνε σε περίοπτη θέση και τα σαλάμια, η μορταδέλα κοσμούσαν το πεντακάθαρο ψυγείο. Τα τσιγκέλια πάντα πεντακάθαρα άστραφταν. Τα ξύλινα ράφια πόσο διαφορετική εικόνα έδιναν!

Ήταν και φιλικά στο περιβάλλον! Ήταν βλέπετε από ξύλο, όχι όπως σήμερα… Τα λευκά λινά τσουβάλια με το ρύζι, το αλεύρι χύμα, τα όσπρια, το αλάτι, τους ξηρούς καρπούς και τα πιο μικρά με τα μπαχαρικά είχαν τη δική τους περίοπτη θέση. Μέσα στα μπακάλικα της εποχής εκείνης έβρισκες από όλα τα είδη, μέχρι ξυριστικά, σαπούνια κι όλα όσα χρειαζόταν μία νοικοκυρά.

Το τεφτέρι είχε τη τιμητική του. Ήταν το τετράδιο της  “υπομονής”
Έτσι το είχε ονομάσει ο μπακάλης μας. Μα ούτε αυτό τον πτόησε  ποτέ.

Μα στο μπακάλικο του κυρ Παναή, έβρισκες πάνω από όλα, την αγάπη του για τα παιδιά. Ποιο παλικαράκι ή κοριτσάκι θα περνούσε να ψωνίσει και ο κυρ Παναγής δεν θα το φίλευε ένα καλούδι; Φεύγοντας, πάντα τους έβαζε με αγάπη στην τσέπη κι ένα μήλο.

Οι μυρωδιές από όλη την πραμάτεια του ήταν όμορφες, απαλές, γνήσιες. Ο κυρ  Παναής καμάρωνε, μα όσο κουρασμένος και να ήταν, δεν το έβαζε κάτω. Έκλεινε μία ώρα κάθε μεσημέρι και γύριζε ξανά, ανοίγοντας το μαγαζάκι του μέχρι το βράδυ.

Δε θα ξεχάσω ποτέ και πάντα θα νοσταλγώ  τις στιγμές που μαζευόμασταν σαν παιδιά στο πεζοδρόμιο έξω από το μπακάλικο, κάνοντας φασαρία, παίζοντας μπάλα, σχοινάκι, Δε μας  κακοκάρδισε ποτέ. Έβγαινε έξω και μας φίλευε νεράκι, πότε κανένα μπισκότο, πότε καμία καραμελίτσα…

Εκείνα τα μικρά μαγαζάκια της εποχής ήταν αυτά που κρατούσαν τον κόσμο, με την τιμιότητα και την ευγένειά τους. Άνθρωποι αξιαγάπητοι, άνθρωποι του μόχθου, του μεροκάματου. Τοίχοι που μύριζαν ασβέστη. Σακούλες χωρίς επωνυμίες ανταγωνισμού. Χαρτιά που σε λίγα λεπτά γίνονταν χωνί για τα αλμυρά ή γλυκά. Και τα λουκουμάκια τα κόκκινα, αυτά που αγαπούσαν οι πελάτες, όρθωναν το ανάστημα στα ζαχαροπλαστεία.

Μεγάλωσα, έκανα τη δική μου οικογένεια και το μπακάλικο παρέμεινε εκεί… με τα παιδιά μου να ‘χουν αντικαταστήσει τη δική μας γενιά, και τον κυρ Παναγή να μοιράζει μέχρι τα γεράματα πια, απλόχερα ακόμη την αγάπη του…

Ώσπου κι ο Κυρ Παναγής, όρθιος, μας άφησε χρόνους, με το μπακάλικο να δίνεται αντιπαροχή για μεγάλη επιχείρηση.

Σήμερα; Θα σας μιλήσω «μίαν ετέραν φοράν» για το σήμερα.

Η Ευαγγελία Αλιβιζάτου ασχολείται με την δημιουργική συγγραφή – ποίηση και πεζογραφία

-Advertisement-

1 COMMENT

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.