«Ανεμόεσσα» αποκαλεί ο Όμηρος την Κάρπαθο, και όπως μόνη της ταξιδεύει στο Καρπάθιον Πέλαγος της δόθηκε η ευκαιρία να διαφυλάξει τον λαϊκό της πολιτισμό, που την παίρνει χιλιάδες χρόνια πίσω, μέχρι και στην προϊστορική εποχή. Όμως τα τελευταία χρόνια πολλά έχουν αλλάξει και με ταχείς ρυθμούς αυτός ο λαϊκός πολιτισμός πηγαίνει να χαθεί. Ευτυχώς η Όλυμπος έχει ανακηρυχθεί ως διατηρητέος οικισμός και ένα μέρος του λαογραφικού πολιτισμού της Καρπάθου έχει διασωθεί. Αλλά δεν υπάρχει κάποιος κρατικός οργανισμός να αναλάβει την δημιουργία λαογραφικού μουσείου και να σωθούν παραδοσιακά σκεύη και αντικείμενα, προτού είναι αργά. Εδώ πάλι έρχονται ιδιωτικές και συλλογικές πρωτοβουλίες που με ξεχωριστή αγάπη και μαεστρία προσπαθούν να διασώσουν ό,τι μπορούν, κυρίως με την συντήρηση παραδοσιακών Καρπαθιακών σπιτιών στην Κάρπαθο και την δημιουργία «Καρπάθικων Σπιτιών» στην Ρόδο, στον Πειραιά και στην Αμερική.
Το 1904, ο εργολάβος Νικόλαος Γ. Ροδίτης έκτισε ένα σπίτι στο Πίνι της Βωλάδας που προίκισε στην κόρη του Μαρία και αυτή με την σειρά της το προίκισε στην κόρη της Ρήνα (Ειρήνη). Η Ρήνα μαζί με τον αείμνηστο σύζυγο της Ηλία Λιτό, όχι μόνο το συντήρησαν στην αρχική του μορφή αλλά το πλαισίωσαν με αρκετά σκεύη και αντικείμενα μιας άλλης περασμένης και ξεχασμένης εποχής. Επίσης κοντά στο σπίτι έκτισαν το παρεκκλήσι του Αγίου Ραφαήλ που συμπληρώνει το τοπίο μέσα στο φυσικό του περιβάλλον.
Επιπλέον η Ρήνα, χρησιμοποιώντας το ποιητικό ταλέντο που την διακρίνει, με ένα – δυό μαντινάδες αφήνει το κάθε σκεύος και αντικείμενο να πει την ιστορία και την χρήση του. Ακολουθούν αρκετές μαντινάδες της Ρήνας και φωτογραφίες σκευών και αντικειμένων που αποθανάτισε η εγγονή της Ραφαέλα Μουλάκη.

Λάμπα:
Εγώ μια λάμπα ταπεινή, φώτιζα τα σκοτάδια,
μ’ εμένα εκεντούσανε οι κοπελιές τα βράδια.
Πιατοθήκη:
Η πιατοθήκη είμαι εγώ, με πιάτα στολισμένη,
μας εμεταχειρίζοντο, σαν ήρχοντο οι ξένοι.
Πανοπύθι ξυδιού:
Εμένα μ’ απομόνωσαν, ξύδι το όνομα μου,
προσβάλλω λάδι και κρασί, και βρήκα τον μπελά μου.
Σταμνοθήκη:
Η σταμνοθήκη η παλιά, ήμουν τα πρώτα χρόνια,
τώρα με άδειο το σταμνί, είμαι εδώ ακόμα.
Λαστιχιά (σφενδόνη):
Κάθε παιδί αρσενικό, στο χέρι με κρατούσε,
και τα πουλιά με λαστιχιά, στο Πίνι κυνηγούσε.
Σιγγέλι:
Σιγγέλι μ’ ονομάσανε, και το’χω καύχημα μου,
όταν εσφάζαν τα αρνιά, έκανα την δουλειά μου.
Ψωμοθούκα:
Η ψωμοθούκα είμαι εγώ, και το ’χω για καμάρι,
που τα ψωμιά εβάσταζα, ψηλά-ψηλά με χάρη.
Τουπί:
Εγώ εστράγγιζα τυρί, τουπί το όνομα μου,
ακόμη μέχρι σήμερα, την κάνω την δουλειά μου.
Βροκάλι:
Βροκάλι μ’ ονομάσανε, με βρούλλα καμωμένο,
οι σκούπες με κατάργησαν, και είμαι λυπημένο.
Μπαλτάς:
Εγώ’ μαι ο παλιός μπαλτάς, και το’χω καύχημα μου,
κι’ από τα χρόνια έσπασα, κάνοντας την δουλειά μου.
Δρεπάνι
Έξω τα στάχια θέριζα, στους κάμπους και στ’ αλώνια,
δρεπάνι μ’ ονομάζουνε, ως σήμερα ακόμα.
Χερόμυλος:
Μήλε μου υπερήφανε, δεν το ξεχνώ ποτέ μου,
πως έθρεψες την Κάρπαθο, τα χρόνια του πολέμου.
Σίδερο σιδερώματος:
Σίδερο ήμουνα κι’ εγώ, πέρασε η μπογιά μου,
όμως τα χρόνια τα παλιά, έκανα την δουλειά μου.
Ραπτομηχανή:
Εγώ παλιά εγάζωνα, τα ρούχα, τα φουστάνια,
και την φαμίλια έντυνα, μικρά παιδιά και μάνα.
Καύκαλος:
Ο καύκαλος είμαι εγώ, όπου στα παιδικά σας,
η μάνα σας εζύμωνε, σε εμένα τα ψωμιά σας.
Πινακωτή:
Εγώ’ μαι η πινακωτή, απ’ τα παλιά τα χρόνια,
με τα ψωμιά μου έτρεφα, γονείς παιδιά κι’ εγγόνια.
Κάτσουνας:
Κουλούρια και χριστόψωμα, εκεί ψηλά-ψηλά κρατούσα,
ο κάτσουνας είμαι κι εγώ, που εξυπηρετούσα.

Στάμνα:
Είμαι η στάμνα η παλιά, η χιλιομπαλωμένη,
που πίναμε όλοι νερό, όλοι οι διψασμένοι.
Σταμνοθήκη:
Η σταμνοθήκη η παλιά, ήμουν στα πρώτα χρόνια,
τώρα με άδειο το σταμνί, είμαι εδώ ακόμα.
Φτυό:
Το φτυό που βάζαν τα ψωμιά, είναι το όνομα μου,
κανείς δεν με θυμάται πιά, πέρασε η μπογιά μου.

Τουβράς:
Εγώ με ο παλιός τουβράς, όσα κι αν φύγουν χρόνια,
κρατάω την παράδοση, του τόπου μας αιώνια.
Πανοπύθι:
Το πανοπύθι το παλιό, και εγώ ευλογημένο,
πάντα με λάδι γνήσιο, με είχαν γεμισμένο.
Σιροτήρι στο υπόγειο:
Σε τούτο το υπόγειο, φύλαγαν την σοδιά τους,
καρύδια, λάδι και κρασί, κι όλα τα αγαθά τους.

Ταμερζάνα:
Με πετουμάζι ήμουνα, πάντοτε γεμισμένη,
ακόμα βρίσκομαι εδώ, κι ας είμαι και σπασμένη.
Γιτίνα:
Το μυριασμένο το τυρί, μέσα εις την γιτίνα,
εμένα πάντα ήθελε, όποιος πολύ επείνα.
Θυμιατό:
Είμαι και ’γω το θυμιατό, το ταλαιπωρημένο,
τα χρόνια πια με κούρασαν, και είμαι σκουριασμένο.
Γουδί:
Μπαχαρικά κοπάνιζα, γουδί το όνομα μου,
Τώρα τα μπλέτερ βγήκανε, κι έχασα την δουλειά μου.

A Karpathian house in Pini of Volada takes us back to Homeric times
By Manolis Cassotis
«Ανεμόεσσα» (Windy Island), Homer calls Karpathos, and as it travels alone in the Karpathian Sea, it was given the opportunity to preserve its folk culture, which takes it back thousands of years, even to prehistoric times. However, in recent years, much has changed and this folk culture is rapidly disappearing. Fortunately, Olympos has been declared a preserved settlement and a part of the folk culture of Karpathos has been saved. But there is no state organization to undertake the creation of a folklore museum and to save traditional utensils and objects, before it is too late. Here again come private and collective initiatives that with special love and mastery try to save what they can, mainly by preserving traditional Karpathian houses in Karpathos and creating “Karpathian Houses” in Rhodes, Piraeus and America.
In 1904, the contractor Nicholas G. Roditis built a house in Pini, Volada, which he gave as dowry to his daughter Maria, who in turn gave it to her daughter Rina (Irini). Rina, together with her late husband Elias Lito, not only preserved it in its original form but also decorated it with several utensils and objects from another bygone and forgotten era. Also, near the house they built the chapel of Saint Raphael, which completes the landscape in its natural environment.
Furthermore, Rina, using her poetic talent, with one or two “mantinades” (traditional verses) lets each utensil and object tell its story and use. Following are several of Rina’s mantinades (in free translation) and photographs of utensils and objects immortalized by her granddaughter Rafaela Moulaki.

Lamp:
I was a humble lamp, illuminating the darkness,
and in the evening, the girls were embroidering with me.
Dish rack:
I am the dish rack, adorned with dishes,
which were used, when strangers visited us.
Vinegar Panopythi (big ceramic jars):
They isolated me, my name is vinegar,
I insulted oil and wine, and I got in trouble.

Pitcher rack:
In the old years, I was the pitcher rack,
and now I’m still here with empty pitcher.
Rubber sling:
Every male child, held me in his hand,
and hunted birds with rubber slings, in Pini.
“Siggeli” (crook):
They named me “siggeli”, but I’m proud of it,
when they slaughtered the lambs, I did my job.
Breadbasket:
I am the breadbasket, and I am proud,
I carried the loaves of bread, high up and with grace.

“Toupi”:
I used to strain cheese, “toupi” is my name,
and to this day, I do my job.
“Frokali” (broom):
They named me “frokali”, made of bushes twigs,
the brooms have abolished me, and I am sad.
“Baltas” (Axe):
I am the old “baltas”, and I am proud of it,
having broken down over the years, doing my job.

“Drepani” (Sickle):
I used to reap the ears of wheat, in the fields and on the threshing floors,
they call me “drepani”, to this day.
“Heromylos” (hand mill):
My mill, I am proud of you, I will never forget,
how you feed Karpathos during the years of the war.
Ironing iron:
I was ironing too, now my shine is worn off,
but in the old days, I did my job.
Sewing machine:
I used to sew clothes, dresses,
and I dressed the family, little children and mother.
“Kafkalos” (kneading bowl):
I am “Kafkalos”, where in your childhood,
your mother kneaded bread for you.
“Pinakoti” (ferment dough holder):
I am “pinakoti”, since the old days,
with my bread I fed parents, children and grandchildren.
“Katsounas”:
Simits and Christmas bread, I was holding high up,
I am “katsounas”, who served you.
Pitcher:
I am the old pitcher, now with many holes,
where we all drank water, the thirsty ones.
“Stamnotheki” (pitcher holder):
The pitcher holder, I was in the old years,
now with the empty pitcher, I’m still here.
“Ftio”:
I am the “ftio” that use to put the bread in the oven,
no one remembers me anymore; I have faded away.
“Touvras” (woolled bag):
I, the old “touvras”, no matter how many years pass,
I will keep eternal, the tradition of our land.
“Panopythi” (large ceramic pitcher):
I am the old “panopythi”, and I am blessed,
always had me filled with pure olive oil.
Colander in the basement:
In this basement, they stored their harvest,
walnuts, oil and wine, and all their goods.
“Tamerzana” (glass pitcher):
I was always full, with sweet “petumezi”,
and I’m still here, even though I’m broken.
“Gitina” (medium ceramic pitcher):
The fragrant cheese, was inside “gitina”,
it always was wanted, by whoever was very hungry.
Incense Burner:
I am also the incense burner, the afflicted one,
the years have worn me out, and I am rusty.
“Gudi” (Mortar):
I used to pound spices, my name is “gudi”,
the blenders came, and I lost my job.














