Απεβίωσε ο Σταμάτης Κόκοτας

1
Ο Σταμάτης Κόκοτας. Φωτογραφία: ΑΠΕ - ΜΠΕ.

Τα ξημερώματα απεβίωσε ο Σταμάτης Κόκοτας στο Ασκληπιειό Βούλας μετά από ραγδαία επιδείνωση της υγείας του, σύμφωνα με ενημέρωση από το υπουργείο Υγείας. Γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 23 Μαρτίου 1937. Είχε μεγάλη δισκογραφική παρουσία κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και 1970 και είχε συνεργαστεί με σημαντικούς Έλληνες συνθέτες της εποχής, όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Δήμος Μούτσης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Γιώργος Χατζηνάσιος, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Αντώνης Κατινάρης, ο Χάρης Λυμπερόπουλος κ.ά

Συλλυπητήριο μήνυμα της ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού

Πληροφορούμενη την είδηση της απώλειας του Σταμάτη Κόκοτα, η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη έκανε την ακόλουθη δήλωση:

«Με το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα της φωνής του, την ευγένεια και τον επαγγελματισμό του, ο Σταμάτης Κόκοτας αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο στην ελληνική μουσική, καθώς ερμήνευσε όλους τους μεγάλους Έλληνες δημιουργούς. Η δισκογραφία του αποτελεί ανθολογία της ελληνικής μουσικής του 20ού αιώνα, καθώς περιλαμβάνει τραγούδια των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Τσιτσάνη, Ζαμπέτα, Ξαρχάκου, Σπανού, Καλδάρα, Χατζηνάσιου και πολλών ακόμη σημαντικών συνθετών. Έκανε μια σπουδαία καριέρα και ήταν ίσως ο πρώτος Έλληνας τραγουδιστής, που με το έργο του, τη σταθερή του πορεία, την αναγνώριση από τους συναδέλφους του και την αγάπη του κόσμου, έδειξε ότι η καλή μουσική είναι μία, χωρίς διαφορετικά είδη. Εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια στην οικογένεια και στους φίλους του».

Ο υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης έκανε την ακόλουθη δήλωση:

«Όπως είχε πει και ο ίδιος, ο Σταμάτης Κόκοτας κυνήγησε την αγάπη του κόσμου και την κέρδισε. “ Το μυστικό της επιτυχίας μου ήταν ότι έδινα την ψυχή μου στο τραγούδι. Όπου πήγα, άφησα τη σφραγίδα μου: την ερμηνεία”, είχε πει, και όντως ο Σταμάτης Κόκοτας, με τη χαρακτηριστική φωνή και την ιδιαίτερη ερμηνευτική του προσέγγιση έγραψε ιστορία στο ελληνικό τραγούδι. Μέσα από τις συνεργασίες του με τον Ξαρχάκο, τον Μούτση, τον Ζαμπέτα, τον Καλδάρα, τον Θεοδωράκη και πολλούς άλλους, συντρόφευσε με τα τραγούδια του γενιές Ελλήνων και αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι της νυχτερινής Αθήνας. Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένεια και στους οικείους του».

Πηγή: ΑΠΕ.

-Advertisement-

1 COMMENT

  1. Καλός αλλά …….
    Αυτό το αλλά ερμηνεύεται με την ακόλουθη
    ιστορία. Όταν ήταν στις δόξες του και
    τραγουδούσε σε ένα από τα γνωστά νυχτερινά
    κέντρα της παραλιακής λεωφόρου που οδηγεί
    προς το Σούνιο, ένας μικροεφοπλιστής ( δεν
    θυμάμαι το όνομά ) πήγαινε συχνά στο κέντρο
    και τον έραινε με γαρδένιες, έτσι έγιναν γνωστοί
    και φίλοι;, ο εφοπλιστής που στο μυαλό του είχε
    να του φάει χρήματα, από εδώ τον είχε , από εκεί
    τον είχε τον κατάφερε να πάρει μετοχές σε ένα
    από τα πλοία του , τάζοντάς του προφανώς
    υψηλές αποδόσεις , χρήμα με ουρά. Όμως ο
    καιρός περνούσε και αντί για μερίσματα μετοχών,
    ο εφοπλιστής του έλεγε πως οι δουλιές δεν πάνε
    καλά και πρέπει να συνεισφέρει στην χασούρα
    με ποσοστό ανάλογο των μετοχών του. Όπως
    καταλαβαίνετε τον έβαλε μέσα για καλά. Ο ίδιος
    εφοπλιστής μου χρωστούσε χρήματα από τροφοδοσία που είχα κάνει σε ένα πλοίο του και
    δεν με πλήρωνε, όταν πήγα Ελλάδα , πέρασα από
    το γραφείο του, δίπλα του καθόταν ο Κόκοτας
    ο οποίος από τον τόνο της φωνής του φαινόταν
    ότι ήταν πολύ ανήσυχος και προβληματισμένος
    και άκουσα τον εφοπλιστή να τον χλευάζει και
    να του λέγει , μην γκρινιάζεις , μέχρι τώρα έχουμε
    φάει την πλώρη , μέχρι να πάμε στην πρύμνη
    θα φτιάξει η αγορά και τότε θα δεις χρήμα. Μόλις
    με είδε ο Φάνης ( ήταν το μικρό του όνομα),
    ταράχτηκε , το συμβαίνει του είπα έβαλες κσι τον
    Κόκοτα στο χέρι ; , η απάντησή του ήταν πως
    περιμένω κάποια χρήματα και θα σε εξοφλήσω,
    τώρα σε πίστεψε ο άνθρωπος του λέγει ο
    Κόκοτας, κατάλαβα ότι ήταν απατεώνας και φεύγοντας , πήρα τα νούμερα της πινακίδας μιας
    Κάντιλακ που ήταν παρκαρισμένη έξω από το γκαράζ του γραφείου του , πήγα στον δικηγόρο
    μου και του είπα μάθε αν το Κάντιλακ είναι στο
    όνομά του και εάν είναι προχώρα σε κατάσχεση
    και κάλυψε τόκους και τα έξοδά σου. Μόλις πήρε
    το μπουγιουρντί με τακτοποίησε άμεσα.
    Πέρασαν πολλά χρόνια και τους Σεπτέμβρηδες
    τους περνούσα στο διαμερισμά μου στην Γλυφάδα
    εκεί κοντά μένανε κσι οι κουμπάροι μας Βασίλης
    και Μερυλού Σταματίου και κάναμε παρέα.
    Ένα απόγευμα πήγαμε στην πλάκα και αφού κάναμε τις βόλτες μας , περπατούσαμε προς το
    εστιατώριο ΕΡΜΕΙΟΝ γνωστό για την καλή του
    κουζίνα , όπως περπατούσαμε ακριβώς απέναντι
    από την Μητρόπολη ήταν ένα καφενείο όπου
    καθόταν ο Κόκοτας με την παρέα του , πλησίασα
    και τον χαιρέτισα, δεν σε θυμάμαι μου λέγει του
    είπα την ιστορία με τον Φάνη όχι μόνο με
    θυμήθηκε αλλά τον έπιασε αμόκ και άρχισε να
    τον βρίζει , με κ έστρεψε μου λέγει, αχ γιατί μου
    τον θύμισες μου λέγει τον είχα ξεχάσει τώρα πάλι
    θα κάνω μέρες για να κοιμηθώ πανάθεμά Τον.
    Αυτό το αλλά ισούται με άμυαλος.

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.