Τραγωδία σε Ανθρακωρυχείο στο Dawson NM

0
Στις 28 Απριλίου 1950, μετά από μισό αιώνα, έκλεισε και το τελευταίο ανθρακωρυχείο στο Dawson NM. On April 28, 1950, after half a century, the last coal mine in Dawson NM closed.

Γράφει ο Μανώλης Κασσώτης

Ανάμεσα στις χιλιάδες των Δωδεκανησίων που ήλθαν στην Αμερική στις αρχές του περασμένου αιώνα, αρκετοί, κυρίως Καρπάθιοι και Ροδίτες, έπιασαν δουλειά σε ανθρακωρυχεία στο Canonsburg PA, Wheeling WV, Aliquippa PA και σε άλλες ανθρακοφόρες περιοχές στην Pennsylvania, Ohio και West Virginia, και επειδή σχεδόν όλοι ήρθαν στην Αμερική χωρίς τις οικογένειες ή ήταν ανύπανδροι έφτασαν μέχρι το New Mexico.  

Δουλειά Σκληρή

Με ανελκυστήρα κατέβαιναν οι ανθρακωρύχοι μέσα στη γη, δεκάδες ή και εκατοντάδες μέτρα. Δέκα με δώδεκα ώρες την ημέρα διαρκούσε το σκάψιμο, με μικρή ανάπαυση για φαγητό. Ο καθένας έσκαβε 16 τόνους κάρβουνο μέχρι να τελειώσει το μεροκάματο του τρόμου και να έλθει η άλλη βάρδια να τους αντικαταστήσει.

Οι εργάτες γίνονταν αντικείμενο σκληρής εκμετάλλευσης. Η εταιρεία του ανθρακωρυχείου κατασκεύαζε παραπήγματα σαν μικρά βαγόνια που τα νοίκιαζε με υπερβολικά υψηλό ενοίκιο. Πέντε-έξι άτομα έμεναν στο κάθε δωμάτιο. Τα ψώνια τα αγόραζαν αποκλειστικά από το μπακάλικο της εταιρείας, το περίφημο “Company store” σε εξωφρενικές τιμές. Στην αρχή δεν τους πλήρωναν με χρήματα αλλά τους έδιναν κουπόνια με τα οποία πλήρωναν το ενοίκιο και ό,τι άλλο αγοράζαν από το μπακάλικο της εταιρείας.

Καρπάθιοι ανθρακωρύχοι έτοιμοι για το μεροκάματο του τρόμου. Από αριστερά: Μηνάς Κούρουγλος, Μηνάς Χρυσοφός, Αθανάσιος Κοντός, Δημήτρης και Κώστας Ματσάκης, στο Harmarville PA, 1932. Karpathian miners ready for a day’s work of terror. From left: Minas Kourouglos, Minas Chrysofos, Athanasios Kontos, Dimitris and Kostas Matsakis, in Harmarville PA, 1932.

Παραγγελιά στον Άη Πέτρο

Να πως περιγράφει τη ζωή του ανθρακωρύχου ένα συγκινητικό τραγούδι, “The Miner Complains”, σε ελεύθερη μετάφραση:

 «Δεκάξι τόνους βγάζω και τι παίρνω γι’ αμοιβή; / Μον’ τα χρόνια μου πληθαίνουν και το χρέος πιο πολύ! / Στον Άη Πέτρο κάλλιο πέστε να τον δω αδυνατώ, /
στο μπακάλικο του μπόση την ψυχή μου χρεωστώ!»

Με τα ίδια μελανά χρώματα περιγράφει τη ζωή του ανθρακωρύχου ο Νίκος Κωνσταντινίδης:

Μόλις βγήκε από το ανθρακωρυχείο ο Δημήτρης Ματσάκης, 1930. Demetris Matsakis, as he exited a coal mine, 1930.

«Ν’ αφήσεις τ’ ακρογιάλια σου, τον καθαρό αέρα, / να μπεις στη καρβουνόμινα κι όξω να λάμπ’ η μέρα. / Νάρθεις να μπεις μέσα στη γη, διακόσια μέτρα κάτω, / και ν’ αναπνέεις τις μουχλιές, να γίνεσαι άνω κάτω.

Νά ’χεις το φόβο ταχτικά μη τύχει και βουλιάξει, / ή μην επάρει και φωδιά και στο λεφτό σε κάψει. / Όλα τα συλλογίζεσαι και κάνεις το σταυρό σου, / κι εφτά φορές εις το λεπτό βλέπεις τον Άγγελο σου».

Την ανασφάλεια και το άγχος των ανθρακωρύχων βίωναν και οι οικογένειες τους καθημερινά: όταν τους ξεπροβόδιζαν το πρωί για την δουλειά, δεν ήξεραν αν θα τους ξαναδούν το βράδυ.

Η Ζωή Σταματάκη διηγείται: «Όταν ήμουν μικρή και πλησίαζε η ώρα να σχολάσει ο πατέρας μου, μαζί με τ’ άλλα παιδιά πηγαίναμε στη μίνα να περιμένουμε τους πατεράδες μας. Πετούσαμε από χαρά όταν τους βλέπαμε να προβάλλουν από τη μίνα σκονισμένοι και μουτζουρωμένοι από την καρβουνόσκονη. Τους κρατούσαμε το χέρι μέχρι να φθάσουμε στο σπίτι μας, καμιά φορά τρέχαμε πιο γρήγορα να το αναγγείλουμε στις μάνες μας».

Ανθρακωρύχοι ετοιμάζονται να μπουν στη Μίνα Νο-4 στο Dawson NM, όπου δούλευαν δεκάδες Καρπάθιοι. Coal miners prepare to enter Mine No-4 in Dawson NM, where dozens of Karpathians worked.

Η Έκρηξη στο Dawson

Η έκρηξη του ανθρακωρυχείου του Dawson NM, όπου δούλευαν 140 Καρπάθιοι  είναι από τις μεγαλύτερες τραγωδίες που βίωσαν οι ανθρακωρύχοι της Αμερικής.

Το πρωί της 22ας Οκτωβρίου 1913, 284 ανθρακωρύχοι παρουσιάστηκαν κι έπιασαν δουλειά στην Stag Canon στην Mine No. 2, μεταξύ των οποίων ήταν οι Καρπάθιοι Βάσος Μαγκλής, Βασίλης Λαδής, Κωστής Μηναΐδης, Μανώλης Χαλκιάς και οι αδελφοί Γιώργης και Κωστής Μακρής. Ξαφνικά, λίγα λεπτά μετά τις τρεις το απόγευμα, μια τρομερή έκρηξη τάραξε το Dawson.

Ακολούθησε και δεύτερη πιο δυνατή, κι από το στόμιο της μίνας άρχισαν να πετάγονται φλόγες πανύψηλες: καιγόταν το ανθρακωρυχείο, κρατώντας βαθιά στα σπλάχνα του 284 ανθρώπους. Απ’ αυτούς σώθηκαν μόνο 23, οι άλλοι 261, μαζί με δυο από κείνους που έσπευσαν να τους βοηθήσουν, έχασαν τη ζωή τους, εκτός των έξι Καρπαθίων, 45 Κρητικοί και 33 από την Εύβοια.

Μερική άποψη του Dawson NM. Partial view of Dawson NM.

Στην πλαγιά ενός λόφου έθαψαν τους νεκρούς χωρίς καμιά ιεροτελεστία, όπως λέει το παραδοσιακό τραγούδι:

«Χωρίς λιάνι και κερί, χωρίς παπά και διάκο / κι αλάργ’ από την εκκλησιά, σ’ αγριόμερο χωράφι».

Με τον ίδιο τρόπο ένας ανθρακωρύχος, που δεν πήγε εκείνη την μέρα στην δουλειά γιατί είδε σημαδιακό όνειρο, περιέγραψε τον ενταφιασμό των αδικοχαμένων:

«Μα είδαν τα ματάκια μου τους ξένους πως τους θάφτουν, / δίχως θυμίαμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη, / δίχως μανούλας κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια, / δίχως γυναίκα στο πλευρό και αδελφή στο πλάι».

Ο θρήνος

Όταν έφτασε η φοβερή είδηση στην Κάρπαθο, ο Άγγελος του Θανάτου φτεροκοπούσε, ήδη, πάνω από τη Βωλάδα κι ο θόρυβος που ’καναν οι μαύρες του φτερούγες – καθώς χτυπιούνταν δυνατά η μια πάνω στην άλλη– σκόρπιζε τον πανικό και τον τρόμο στο χωριό.

Πρωτοσέλιδο άρθρο της τοπικής εφημερίδας “The Dawson News”, 15 Φεβρουαρίου 1923, για άλλη έκρηξη σε ανθρακωρυχείο του Dawson NM. Front page article of the local paper “The Dawson News”, 15 Feb 1923, about another explosion at a Dawson NM coal mine.

Πρώτες βγήκαν έξω στα στενά οι γυναίκες με «φωνές μεγάλες» και κλάματα και παράδερναν παραζαλισμένες από το ’να πενθισμένο σπίτι στ’ άλλο. Ύστερα βγήκαν όλοι! Όλο το χωρίο: ένα «ανθρώπινο κοπάδι», ένα σμάρι πουλιών που σα «διωγμένο από κακοκαιριά» κατέφυγε τρομαγμένο στην αυλή της εκκλησιάς για να ξεκινήσει εκεί ο Μεγάλος Θρήνος.

Και τιμήθηκαν οι αδικοχαμένοι κατά τα πρεπούμενα τα ελληνικά κατά τα έθιμά μας δηλαδή, τα παλιά, τα αρχαία μας έθιμα, τα Ομηρικά: με τσεμπέρια και τεγρεμιά πεταμένα, με μαλλιά ξέπλεγα –που τα τραβοκοπούσαν με πάθος– με βαρειά στηθοχτυπήματα, με ξεσκισμένα μάγουλα, με μοιρολόγια παθητικά.

Οι ολοφυρμοί, οι θρήνοι, τα ονόματα των νεκρών, που τα ανακαλούσαν σπαρακτικά οι μάνες τους, οι αδερφές κι οι γυναίκες τους, τα ολοδάκρυτα πρόσωπα που στρέφονταν «εκεί» ψηλά, παρακαλεστικά («τσ’ ας ήτο νάναι ψόματα Θε(έ) μου»), απορημένα, παραπονετικά για το αναίτιο και αναιτιολόγητο της συμφοράς –όλα– πλήγωναν τον… ανήμπορο ουρανό που, τη στάλα της παρηγοριάς δεν έλεγε να τη στάξει.

Ακαταλάγιαστη η απελπισιά, ο ουρανός βουβός κι άφαντη η παρηγοριά.

Πάνω φτεροκοπούσε ο Άγγελος του Θανάτου, κοιτάζοντας ανέκφραστα τους δυστυχισμένους. 

Άρθρο της New York Times, της 24ης Οκτωβρίου 1913, για την έκρηξη στο ανθρακωρυχείο στο Dawson NM. New York Times article, October 24, 1913, about the Dawson NM coal mine explosion.

Ανάμεσα στους ανελέητα χτυπημένους από τη Μοίρα, ήταν κι η Μαρία Β. Μακρή, που ’χασε τους γιους της Γιώργη και τον Κωστή στις Μίνες της Αμερικής, την κόρη της στην Αθήνα και τη γυναίκα του γιου της του Γιάγκου.

Μάζεψε τότε η τραγική γυναίκα κάτω από τις λαβωμένες φτερούγες της τα ορφανά του γιου της και την ανείπωτη τραγωδία της την εξιστόρησε μοιρολογώντας:

«Έχασα Γιώργη και Κωστή που κάησα στη μίνα / έθαψα και τη κόρη μου στην έρημη Αθήνα.

Ετώρα τούτο το κακό (δ)ε το (β)αλα στο νου μου / πως θε να νέτρεφα ορφανά και τα παιδιά του γιού μου».


Coal Mine Tragedy in Dawson NM

Among the thousands of Dodecanese who came to America at the beginning of the last century, several, mostly Karpathians and Rhodians, took jobs in coal mines in Canonsburg PA, Wheeling WV, Aliquippa PA, and other coal-bearing areas in Pennsylvania, Ohio, and West Virginia, and because almost all came to America without their families or were single, they went as far as New Mexico.

Τα τραίνα φορτώνουν το «μαύρο χρυσάφι», sτο ανθρακωρυχείο Eccles No-3 του Dawson NM το 1912. Trains loading the “black gold” (coal) at Eccles No 3 mine, Dawson NM in 1912.

Hard work

With an elevator, the miners descended into the earth, tens or even hundreds of meters. Ten to twelve hours a day was spent digging, with little rest for food. Each dug 16 tons of coal until the day’s work of terror was over and the next shift came to replace them.

The workers were being cruelly exploited. The coal company built shacks like small wagons which they rented at exorbitant rent. Five to six people lived in each room. They bought their groceries exclusively from the “Company store” at exorbitant prices. At first, they didn’t pay them in money, they gave them vouchers with which they paid the rent and everything else bought from the company grocery store.

Message to Saint Peter

This is how one touching song, “The Miner Complains”, describes the miner’s life.

“You load sixteen tons and what do you get? / Another day older and deeper in debt. / Saint Peter, don’t you call me ’cause I can’t go / I owe my soul to the company store”

With the same dark colors, in free translation, Nikos Konstantinidis describes the miner’s life:

“Leave your shores, the fresh air, / to enter the coal mine while the sun outside shine. / To come to enter the earth, two hundred meters down, / and to breathe the molds, to feel upside down.

Tα «coke oven» στο Dawson NM καίνε κάρβουνο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειες. Coke ovens in Dawson NM burn coal to generate electricity.

The miners’ insecurity and stress were also experienced by their families every day: when they were sent to work in the morning, they didn’t know if they would see them again in the evening. Zoe Stamataki recounts: “When I was little and it was almost time for my father to finish work, together with the other children we went to the mine to wait for our fathers. We were flying with joy when we saw them projecting from the mine dusty and smeared with coal dust. We held their hands until we reached our house, sometimes we ran faster to announce it to our mothers”.

The Dawson Explosion

The Dawson NM coal mine explosion, where 140 Carpathians were working, is one of the greatest tragedies experienced by America’s miners.

On the morning of October 22, 1913, 284 miners presented themselves and got to work at Stag Canon in Mine No. 2, among whom were the Karpathians Vassos Maglis, Vassilis Ladis, Kostis Minaidis, Manolis Chalkias and the brothers Giorgis and Kostis Makris. Suddenly, a few minutes after three in the afternoon, a tremendous explosion rocked Dawson. A second stronger followed, and from the mouth of the mine towering flames began to fly: the coal mine was burning, holding 284 people deep in its bowels. Of these, only 23 were saved, the other 261, together with two of those who rushed to help them, lost their lives, apart from the six Karpathians, 45 Cretans and 33 from Evia. On the slope of a hill, they buried the dead without any ceremony, as a traditional song says, in free translation:

Στην πλαγιά ενός λόφου, του Dawson NM μαζί με τους άλλους 257 ανθρακωρύχους, αναπαύονται έξη Καρπάθιοι, 1913. On a hillside, of Dawson NM, along with 257 other miners, six Carpathians rest, 1913.

“Without frankincense and candle, without priest and deacon, / and far from the church, in a wild field”.

In the same way, a miner, who did not go to work that day because he had a telling dream, described the burial of the dead, in free translation:

“But, with my eyes I saw how the foreigners being buried, / without incense and candles, without a priest and chanter, / without a mother’s cries, tears and obituaries, / without a wife by his side and a sister close by.

The mourning

When the terrible news arrived in Karpathos, the Angel of Death was already fluttering over Volada and the noise made by his black wings – as they beat hard on each other – spread panic and terror in the village.

The women were the first to come out into the alleys with “loud voices” and cries and they wandered in a daze from one mourned house to another. Then they all came out! The whole village: a “human flock”, a flock of birds that, as if “chased by bad weather”, fled in terror to the church yard to start the Great Lament there.

Ο κεντρικός δρόμος του Dawson NM. Main street of Dawson NM.

And the dead were honored according to the ancient Greek customs, the Homeric ones: with ‘tseberia’ and ‘tegremia’ thrown down, with hair untied – which was pulled back with passion – with heavy beatings on the chest, with torn cheeks, with passive obituaries.

The tears, the lamentations, the names of the dead, which were heartbreakingly recalled by their mothers, sisters and wives, the tearful faces that turned high, pleading (“what if there were not true, my God”), bewildered, complaining about the unwarranted and unexcused calamity – everything – hurt the… helpless sky which, the drop of consolation, was unable to drip.

The despair is insurmountable, the sky is mute, and the consolation is invisible.

Above fluttered the Angel of Death, staring blankly at the unfortunates.

Among those mercilessly struck by fate was Maria Makri, who lost her sons Giorgi and Kostis in the Mines of America, her daughter in Athens and the wife of her son John.

Then the tragic woman gathered her son’s orphans under her wings and recounted her unspeakable tragedy in her obituary, in free translation:

“I lost Giorgi and Kostis that were burned in the mine, / I also buried my daughter in faraway Athens. / But I never put in my mind this unexpected tragedy, / that I would have to care for these orphans, my son’s children”.

Manolis Cassotis

-Advertisement-

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.