«Συγγνώμη που άργησα Δάσκαλε», λέει μετά από τέσσερις δεκαετίες ο μαθητής – συγγραφέας

1
Ο αείμνηστος δάσκαλος Χριστόφορος Χρήστου.

ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. «Συγγνώμη που άργησα Δάσκαλε» τιτλοφορείται το αφιέρωμα του συγγραφέα Θεοδόση Μάντζαρη *) στον αείμνηστο δάσκαλό του, Χριστόφορο Χρήστου.

Πρόκειται για μια εξομολόγηση και μια κατάθεση ψυχής του Θεοδόση, η οποία αναρτήθηκε στον λογαριασμό του Πολιτιστικού Συλλόγου Πολύτσανης Πωγωνίου στο Facebook και η οποία άγγιξε τις καρδιές των Πολυτσανιτών της Νέας Υόρκης.

Τόσο αυτοί που έτυχε να διδαχτούν την ελληνική γλώσσα, τον πολιτισμό και την ιστορία από τον Χριστόφορο Χρήστο, όσο και οι νεότεροι που μεγάλωσαν με τις αφηγήσεις των γονιών και παππούδων τους, επικοινώνησαν με τις «Αναμνήσεις» προτρέποντάς μας να το αναδημοσιεύσουμε για δύο βασικούς λόγους.

Ο πρώτος σχετίζεται με τη τραγική ιστορία του πατέρα του Χριστόφορου, του Σταύρου, που λίγους μήνες μετά την γέννηση του μοναχογιού του ξεκίνησε το μακρινό ταξίδι για την Αμερική και έξι μήνες μετά την άφιξή του,  σκοτώθηκε σε τροχαίο, σε αφύλακτη διάβαση τρένου.

Ο δεύτερος σχετίζεται με την εθνικο-θρησκευτική  προσφορά του Χριστόφορου Χρήστου που μαζί με άλλους δασκάλους και γονείς πρωτοστάτησαν στην απεργία του 1933, προσέφυγαν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης που δικαίωσε τον αγώνα τους για τη λειτουργία των Ελληνικών Σχολείων στην Βόρεια  Ήπειρο.

Το αφιέρωμα του Θεοδόση Μάντζαρη μας έδωσε το έναυσμα αφ’ ενός μεν να επικοινωνήσουμε μαζί του και να πληροφορηθούμε για το συγγραφικό του έργο, αφετέρου δε να αναζητήσουμε περισσότερα στοιχεία για την ζωή και το έργο του Χριστόφορου Χρήστου, στο οποίο αναφέρεται ο συγγραφέας.

Η Πολύτσανη, το κεφαλοχώρι της Ηπείρου.

Συγγνώμη που άργησα Δάσκαλε

(Αφιέρωμα στον αείμνηστο δάσκαλο Χριστόφορο Χρίστου)

Δάσκαλε Χριστόφορε!

Παίρνω το θάρρος και σε κοιτάω κατάματα. Δεν ξέρω τι, αλλά κάτι με παρακίνησε τώρα τελευταία. Όχι μόνο να υψώσω την φωνή και να εκφράσω την ταπεινή μου σκέψη για το μεγαλειώδες έργο Σας, αφήνοντας στις επόμενες γενιές την πολυτιμότερη παρακαταθήκη.

«Χωρίς το φως της γνώσης η ανθρώπινη κοινωνία αυτοκαταδικάζεται να ζει στο σκοτάδι της αμάθειας». Θα γίνω πιο σαφής.

Πολλοί δάσκαλοι πέρασαν και δίδαξαν στο σχολείο της Πολύτσανης. Δεν είχαν όλοι την ίδια προσφορά. Δεν είναι σωστό και δίκαιο, να σας βλέπουμε όλους στην ίδια μακροσκελή λίστα όποιου ιστορικού βιβλίου, διότι εσείς, αξέχαστε Δάσκαλε, σταθήκατε ως πυλώνες, δεν σηκώσατε στους νεανικούς ώμους σας μόνο την προσφορά της διδασκαλίας εντός του σχολείου.

Το στήσατε και το κρατήσατε όρθιο. Εκτός αυτού του ιερού έργου, εκπέμψατε πραότητα, ατσαλάκωτο ήθος, παράδειγμα σοφίας, χαράξετε λαμπρούς δρόμους ανώτερου επιπέδου μόρφωσης, αλλά πάνω απ’ όλα διδάξατε πολύτιμα μαθήματα πατριωτισμού που τα είχαμε τόσο πολύ ανάγκη. Υποκλινόμαστε με δέος και απέραντο σεβασμό απέναντι στο βαρυσήμαντο έργο σας. Το όνομά σας δεσπόζει στις πιο φωτεινές πτυχές του νου και της μνήμης μας.

Εσείς, αξιοσέβαστε Δάσκαλε, αξίζετε το ψηλότερο μνημείο, ανήκετε στον βωμό των μαχών για την Πατρίδα, την ίδια την πολύτιμη ζωή. Αν και έχω γράψει κάποτε για τους δασκάλους μου, αναγνωρίζοντας μεγαλόφωνα ότι το έργο σας αξίζει πολύ περισσότερο. Ρωτάω ευθέως Δάσκαλε. Αν δεν αναφέρουμε και τιμήσουμε σε τούτους χαλεπούς καιρούς τους καλούς μας δασκάλους, τότε με ποιόν και με τι οφείλουμε να ασχοληθούμε;;

Θα θυμίσω τα ονόματα εκείνων που εγώ νομίζω ότι στάθηκαν δίπλα σας, έδωσαν σκληρές μάχες ζωής μαζί σας, στις καταιγίδες του αιώνα που πέρασε: Τον αξιόλογο ποιητή και δάσκαλο Αριστείδη Κυρούση, το θείο μου τον Θεοφάνη Ζώτο, τον Μιλτιάδη Νάνο αλλά και τον καλό μου Σχωριαδίτη δάσκαλο, τον Θωμά Λώλη. Οφείλουμε στα παιδιά μας να γνωρίσουν την ένδοξη ιστορία του γενέθλιου τόπου μας, που εσείς μεγαλουργήσατε.

Αξιέπαινε Πολυτσανίτη Θείε Φόρη! Όσες φορές περνάω από το δρόμο του Άγιου Θανάση για το Μαχαλά του Γκόρου, η μηχανή της μνήμης με βοηθάει, σε φέρνει μπροστά μου. Σε βλέπω όπως τότε που οι χρωστήρες της άνοιξης ζωγράφιζαν πολύχρωμα και αρωμάτιζαν τους κήπους, με το καπνιστήριο στο χέρι εσύ κοιτούσες με πατρική φροντίδα τα μελίσσια.

Σε βλέπω να κατεβαίνεις το γιοφύρι το χειμώνα ήρεμα κουκουλωμένος με το πανωφόρι και το ξεροβόρι που συχνά τσούζει στο Χωριό μας, να ανεμίζει τα χιονισμένα μαλλιά σου. Δε θυμάμαι ποτέ να ύψωνες τη φωνή, ούτε και να πεισμώνεις ή να κακιώνεις.

Σε θυμάμαι πάντα γαλήνιο να ανηφορίζεις το Αμπέλι του Μπάλα από το ποτάμι. Σαν να ήταν άνευ σημασίας έδειχνες, τι ψάρια είχε παγιδέψει το δίχτυ, ή είχε πιάσει το αγκίστρι. Περπατούσες με σταθερό βήμα διότι η πυξίδα της ζωής που είχες καταφέρει, σε προσανατόλιζε σωστά και σε βατά μονοπάτια.

Γνώριζες καλύτερα απ’ όλους, ότι η χαρά της σωστής οικογένειας σε ανεβάζει σταθερά και ανεμπόδιστα στις κορυφές της ευτυχίας.

Ο δυνατός «Σιεπεριώτης» της άσπλαχνης ζωής φύσηξε στα παιδικά σου χρόνια ξερίζωσε εν μέρει το δέντρο της οικογένειας. Έχασες νωρίς τον αγαπημένο σου πατέρα αλλά δεν πτοήθηκες. Άκουσες την απαίτηση της ζωής και ακολούθησες τα φωτεινά χνάρια της γνώσης στους δρόμους του μισεμού στη Βοστίνα και κατόπι στην Παιδαγωγική Σχολή στα Γιάννενα μαζί με τον επιστήθιο φίλο σου, τον δάσκαλο Κυρούση.

Εκεί προικιστήκατε με βαθιές γνώσεις στην μητρική μας γλώσσα την Ελληνική, την ιστορία, την φιλολογία, την μουσική και τον Ελληνικό πολιτισμό. Ζυμώθηκε περαιτέρω ο άψογος χαρακτήρας σας και η ιδιοσυγκρασία σας, γαλουχήθηκε η απέραντη αγάπη για την Πατρίδα, τον γενέθλιο τόπο.

Εκεί κάλπασαν τα όνειρά σας και, γιατί όχι, ίσως κάποιος νεανικός έρωτας ταρακούνησε τα γαλήνια νερά της νεανικής ψυχή σας… Εκεί γαργάλισαν την ψυχή σας οι μαγικοί ήχοι του βιολιού, οι νότες της ελληνικής μουσικής διαπέρασαν σώμα και πνεύμα σας, κατέχτησαν όλο το είναι σας και το κουβαλήσετε σε όλο το υπόλοιπο της γόνιμης ζωής σας.

Ξέρετε τι πολυσήμαντο έργο αφήσατε πίσω σας Δάσκαλε; Θα το πω για να το μάθουν όλοι όσοι δεν το ξέρουν αλλά να το ακούσουν και να το υπενθυμίσω σε όλους, ωχ και σε αυτούς που φαλτσάρουν και τραγουδούν ασυντόνιστα από τα σπίτια έως το καφενείο του χωριού!

Εσείς κουβαλήσατε τις ελληνικές καντάδες στην Πολύτσανη, ενώσατε τις αντρικές και γυναικείες φωνές φτιάχνοντας τις πανέμορφες, γλυκόηχες χορωδίες που ηχούν ακόμα στ’ αυτιά μας.

Με τα τραγούδια αυτά ανεβάσατε αντάξια το πολυτσανίτικο γλέντι, στο ύψος της διασκέδασης των Επτανήσων, ή της αθηναϊκής Πλάκας. Λίγο είναι; Κάποτε μικρός σκαρφάλωσα στο παράθυρο του δημοτικού να ακούσω και να δω καλύτερα από το κουρτινάκι, εσένα που δίδασκες εκείνη την ώρα ωδική. Αν κα σου τράβηξα την προσοχή, συνέχισες ήρεμα να χαϊδεύεις με τα δάκτυλα σου τις χορδές και να παίζεις.

Προτίμησες να δωρίσεις στους μαθητές και σε μένα τον «άτακτο», εκείνους τους θεϊκούς ήχους. Κελαηδούσε το αγαπημένο σου βιολί και εμείς απολαμβάνοντάς το, χαράξαμε στα αρχεία της παιδικής μνήμης τέτοια μαγεία και τόση ομορφιά!

Μαχητή Δάσκαλε! Δέχτηκες με ευλάβεια να πολεμήσεις απ’ όλες τις επάλξεις, όπου σε ζήτησε το μέτωπο της γνώσης. Και που δεν δίδαξες. Από το Αλύκο του Βούρκου στο καλοκαιρινό λιοπύρι και στην λάσπη του φθινοπώρου, έως εκείνον τον άγριο χειμώνα στο Κλεισάρι.

Σε φώναζε το καθήκον και δεν αρνήθηκες να θυσιάσεις, διασχίζοντας γύρω στο ένα μέτρο χιόνι. Μπορούσες να μείνεις κοντά στο τζάκι του σπιτιού σου και να μην πας διότι υπήρχε η δικαιολογία, αλλά εσύ διάλεξες το ιερό καθήκον. Δεν άφησες χωριό στη Δρόπολη ή στο Πωγώνι.

Δεν ήταν μόνον αυτές οι θυσίες σου για το φως της γνώσης, Δάσκαλε. Όταν ο Αλβανός Μονάρχης με το απαίσιο Διάταγμα σκόπευε να πλήξει την μητρική μας γλώσσα εντάχτηκες στην πρώτη γραμμή με τους μαχητές με τον Κιτσάτη, τον Κυρούση, τον Λέκκα και άλλους.

Ή δυνατή φωνή σας ακούστηκε στην Χάγη και δικαιωθήκατε. Οφείλουν να το μάθουν οι νεότεροι ότι κανένας δεν μας χάρισε τίποτα. Χάρη στον σκληρό αγώνα σας εμείς διδαχτήκαμε τη γλώσσα του Ομήρου και του Ιπποκράτη, των ηρώων του 21, τη γλώσσα του Ρίτσου, του Σεφέρη και όλων των άλλων, μάθαμε το αλφάβητο στα Ελληνικά.

Δεν φοβήθηκες ούτε πτοήθηκες Δάσκαλε στον καιρό του πολέμου. Όταν το σχολείο της Πολύτσανης έκλεισε Εσύ οργάνωσες στο ίδιο σου το σπίτι το «Κρυφό σου Σχολείο» όπως το ονόμασες, με τους αγαπημένους σου μαθητές.

Ο σπόρος της γνώσης που έσπειρες φύτρωσε, μεγάλωσε, απόδωσε καρπούς. Οι μαθητές σου έγιναν λαμπροί επιστήμονες δάσκαλοι, ή και καθηγητές όπως και τα δύο από τα πέντε παιδιά σου.

Οι μαθητές σου αφιέρωσαν τους ωραίους στοίχους: «Δάσκαλε στη μνήμη σου μια δέσμη από κρίνους, Μπροστά σου υποκλίνομαι με σέβας και με ύμνους….. Και όταν βροντούσε ο πόλεμος και αιμορραγούσε ο κόσμος, Το δικό σου μολυβοκόντυλο μας φώτιζε το δρόμο».

Αλλά δεν γίνεται να παραβλέψω και να μη τονίσω Δάσκαλε και κάτι πολύ σημαντικό. Με την πραότητα του ήθους, την παραδειγματική συμπεριφορά σας, την άψογη σχέση με τους συνεργάτες και συναδέρφους, μας διδάξατε και ένα πολύτιμο μάθημα. Πως μπορούμε να συνυπάρξουμε ειρηνικά χωρίς προβλήματα με τους αλλοεθνείς μας, που η μοίρα μας όπως όρισε και πρόσταξε η ιστορία να ζήσομε μαζί μέσα στο ίδιο κράτος.

Οι λαοί όλου του κόσμου τίποτα δεν έχουν να μοιράσουν ή να χωρίσουν, μόνο να συνεργαστούν μπορούν με σεβασμό ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες…

Κλείνοντας σου ζητάω συγνώμη που άργησα Δάσκαλε, να μιλήσω για Σένα, και για όλους Εσάς , για το τεράστιο έργο σας και προσφορά σας. Σου υπόσχομαι ότι θα επανορθώσω!

Χριστόφορος Χρήστου  1912 – 1993.

Ο Χριστόφορος Χρήστου γεννήθηκε στις 9 Μαΐου 1912 στο κεφαλοχώρι του Πωγωνίου, στην Πολύτσανη της Βορείου Ηπείρου. Ήταν το τέταρτο παιδί του Σταύρου και της Ευθυμίας και, συνάμα, ο μονάκριβος υιός τους,  διότι τα αδερφάκια του έφευγαν από το ζωή αμέσως μετά τη γέννησή τους.

Ο πατέρας του, γνωστός ως Σταύρος Χατζής, έντιμος και εργατικός όσο κανένας, αποφάσισε να έρθει εδώ, στην Αμερική, να κάνει προκοπή και να φέρει στη συνέχεια τη σύζυγο και το υιό του, το  μικρό  Χριστόφορο μόλις  ενάμιση ετών, που δεν πρόλαβε καν να τον γνωρίσει.

Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια. Μετά από 6 μήνες έφυγε από τη ζωή. Ο Χριστόφορος έμεινε μόνο με τη μητέρα του, η οποία  με τη βοήθεια του ιατρού της περιοχής Γρηγόρη Κιτσάτη, γνωστού για τις φιλανθρωπίες του, έστειλε το Χριστόφορο σε  σχολείο της Βοστίνας (Πωγωνιανής) που διέθετε και  οικοτροφείο και το οποίο, λόγω  αριστείας, τον έστειλε στη συνέχεια στο Διδασκαλείο των Ιωαννίνων.

 … Αφού αποφοίτησε, του πρότειναν να συνεχίσει τις σπουδές  στην Αθήνα. Όμως μια απρόοπτη βαριά πνευμονία, η σκέψη και η αγάπη για τη μητέρα του που τον περίμενε στην Πολύτσανη, του άλλαξαν  την πορεία.

… Το 1931  επέστρεψε στη γενέτειρά του με λίγα υπαρκτά, με ένα βιολί και με πολλά όνειρα να διδάξει στα παιδιά την Ελληνική γλώσσα και τον Ελληνικό πολιτισμό. 

Διορίστηκε και εργάστηκε αρχικά ως Ελληνοδιδάσκαλος στο ηρωικό Αλύκο των Αγίων Σαράντα, ενώ έναν χρόνο αργότερα, το 1932,  διορίστηκε  στην Πολύτσανη.

Όντας καλλίφωνος, τελούσε παράλληλα και  ψάλτης στις εκκλησίες του χωριού. ( Στην Πολύτσανη λειτουργούσαν και σώζονται μέχρι σήμερα  πάνω από 10 εκκλησίες: των Ταξιαρχών, της Παναγίας, του Αγίου Αθανασίου , του Αγίου Δημητρίου , της  Αγίας Τριάδας,  του  Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Νικολάου,  του Προφήτη Ηλία  κ. λ. π, πολλές εκ των οποίων αναστηλώθηκαν σήμερα με τη φροντίδα και  τις δωρεές των Πολυτσανιτών  της Ελλάδος και της Αμερικής).

Το 1938 νυμφεύτηκε  την πανέμορφη 18χρόνη συγχωριανή του, την  Κωνσταντινιά  το γένος Μπάλλα, του Αλέξη και της Μαριγώς, απέκτησαν πέντε παιδιά: την Πανωραία, τη Ροδαλία, τη Σωτηρία, το Σταύρο και τη Δημητρούλα και δημιούργησαν μια όμορφη και ενωμένη οικογένεια.       

Διετέλεσε δάσκαλος Ελληνικών και σε άλλα σχολεία της περιοχής, όπως στη Δερβιτσάνη, τη Γοραντζή, τη Γορίτσα, τους Σχωριάδες , το Κλεισάρι κλπ.

Τα τελευταία χρόνια μέχρι και τη συνταξιοδότηση, εργάστηκε και πάλι στο σχολείο της Πολύτσανης.

Παρότι μεγάλωσε ολομόναχος στα παιδικά του χρόνια, το σπίτι του γέμισε με εγγόνια (14 στο σύνολο τους),  που πρόλαβε να τα μεγαλώσει, να τα χαρεί και να τα βλέπει να σπουδάζουν και να προοδεύουν.

Τα εγγόνια και τα δισέγγονα του Δασκάλου της Βορείου Ηπείρου Χριστόφορου Χρήστου. Φωτογραφία: Ευγενική παραχώρηση οικογένειας.

Ο αείμνηστος απεβίωσε στα Τίρανα στις 31 Δεκεμβρίου 1993, αλλά  σύμφωνα με την τελευταία  του επιθυμία , η ταφή του έγινε την επομένη στα άγια χώματα της Πολύτσανης. Η Κωνσταντινιά έφυγε πλήρων ημερών στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2009 και ενταφιάστηκε επίσης στην Πολύτσανη, δίπλα στον πολυαγαπημένο σύζυγό της .

Υ.Γ.: Τελικά ήρθε στην  Αμερική ο  νεότερος Χριστόφορος Χρήστου, ο εγγονός  του αείμνηστου δάσκαλου, ο οποίος ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη.   

* Θεοδόσης Μάντζαρης

Ο Θεοδόσης Μάντζαρης γεννήθηκε στην Πολύτσανη Πωγωνίου της Βορείου Ηπείρου στις 21 Μαρτίου 1956. Το πάθος για τη λογοτεχνία και τη μουσική εκδηλώθηκαν από τα νεανικά του χρόνια, αλλά δεν του δόθηκε το δικαίωμα να σπουδάσει στους κλάδους που λάτρευε. Αφού αποφοίτησε αριστούχος από το Γενικό Λύκειο Αργυροκάστρου, συνέχισε και ολοκλήρωσε τις σπουδές στην Στρατιωτική Ακαδημία.

Από το 1991 ζει και εργάζεται στην Αθήνα, όπου ασχολείται παράλληλα με τα κοινωνικά και τη λογοτεχνία. Είναι Πρόεδρος της Ένωσης των Απανταχού Πολυτσανιτών, που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1935.

Έχει αρθρογραφήσει στον τύπο για διάφορα λογοτεχνικά και κοινωνικά θέματα και έχει στο ενεργητικό του τρία μυθιστορήματα: «Στον καθρέφτη του χρόνου», «Υπάρχει θεραπεία γιατρέ;» και « Λουλούδι από το αίμα».  

-Advertisement-

1 COMMENT

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.