Οι Καημοί της Ξενιτιάς – 1ο  (Also in English)

0
Ο Γιάννης Χαψής γεννήθηκε στην Όλυμπο. Yiannis Hapsis was born in Olympos.

Όπως λέγει το Καρπάθικο δίστιχο: Αγάπη και ξενιτεμός, χαρά, καημός, μεράκι, / όλα μονολαέβγουται στης μαντινάς τ’ αυλάκι.

Οι Καρπάθιοι κάμανε τραγούδι τους καημούς της ξενιτιάς. Με το τραγούδι εκφράζουν τον πόνο τους αυτοί που φεύγουν και ζουν με την ελπίδα της επιστροφής και αυτοί που μένουν και περιμένουν να γυρίσουν οι «καλοί» τους.

Η μελέτη των Καρπαθιακών δίστιχων της ξενιτιάς, από τους ειδικούς, αποτελεί αξιόλογη προσφορά στην πολιτισμική παράδοση της Καρπάθου. Σ’ αυτό το δημοσιεύματα και στα επόμενα που θα ακολουθήσουν καταγράφονται ορισμένα δίστιχα που σχετίζονται με την ξενιτιά και τους Καρπάθιους της Αμερικής.

Γιάννης Χαψής

Ο Γιάννης Χαψής γεννήθηκε στην Όλυμπο της Καρπάθου και μικρός εγκαταστάθηκε στο Όθος, όπου μεγάλωσε και πέθανε. Ήταν από τους γνωστούς οργανοπαίκτες (λύρα) και στιχουργούς της Καρπάθου και στα γεράματα του έγινε λαϊκός ζωγράφος. Τα δίστιχα του, πηγάζουν από τις εμπειρίες της ζωής και την φιλοσοφία των απλών ανθρώπων.

Αλλά από μικρός εγκαταστάθηκε στο Όθος, και πήρε το ποιητικό του ταλέντο και από τα δυο χωριά της Καρπάθου. But from a young age he settled in Othos and got his poetic talent from both villages of Karpathos.

Όσα απ’ αυτά αναφέρονται στην ξενιτιά πιάνουν τον σφυγμό του Καρπάθιου μετανάστη και «μετρούν» τους παλμούς της καρδιάς του. Ο αείμνηστος υπήρξε τακτικός συνεργάτης του περιοδικού Karpathos, απ’ όπου έγινε κι η επιλογή των δίστιχων που ακολουθούν.

Η Κάρπαθος του Μετανάστη

– Μάνα γλυκιά μας Κάρπαθος αν ζούμε και μακριά σου,

με πόνο το φωνάζουμε όλοι μας τ’ όνομα σου.

– Την ξενιτιά εκάμαμε μια δεύτερη μητέρα,

μα δε μας δίνει τη δροσιά, τον καθαρό σου αγέρα.

– Τον ένα στέλλει στις φωτιές, άλλο στα ορυχεία,

κι άλλο στην πιατοθάλασσα που φθείρουν την υγεία.

– Δεν έγινες ’πό ζάχαρη Κάρπαθος κι από μέλι,

μα είσαι μια απέραντη αληθινή κυψέλη.

– Κυψέλη που ’σαι αδειανή μήνες εννιά τον χρόνο,

τους τρεις γεμίζεις μέλισσες με γύρη και με γόνο.

– Έρχονται να ρουφίξουσι το μέλι το περίσσιο,

απ’ τ’ ακρογιάλια, τις πλαγιές κι απ’ των πευκών τον ίσκιο.

– Οι κουρασμένες μέλισσες να ζήσουν σαν κηφήνες,

και να γλεντήσου τις γιορτές απούχουν οι τρεις μήνες.

Ο Μετανάστης

– Σ’ ενός χωριού τον καφενέ που ’κάθουμου μια μέρα,

γέρος με κάτασπρα μαλλιά ’κάθετο παρά πέρα.

– Για ξένο τον επέρασα, μα έπεσα σε λάθος,

μου μίλησε Ελληνικά, μου ’πε πως είν’ Καρπάθιος.

– Για πέ μου πως σε λέουσι, ποιο είναι το χωριό σου,

ποιο είναι το επίθετο εσέ και των γονιών σου.

– Το χέρι του εσήκωσε σιγά το κουρασμένο,

και μου ’δειξε το σπίτι των, που ’τανε γκρεμισμένο.

– Μέσα σ’ αυτό μεγάλωσα ως δεκαπέντε χρόνους,

μετά με πήρε η ξενιτειά που ’ταν γεμάτη πόνους.

– Εξήντα χρόνους έκαμα ως τώρα να γυρίσω,

συγνώμη και συγχώρεση πέρασα να ζητήσω.

– Κι η ξενιτιά που μ’ έτρωε σαν ήμουν στα καλά μου,

ας φάει τα γεράματα, ως και τα κόκκαλα μου.

Δυο Μάνες

– Δυο μάνες περιμένουσι τον ήλιο ν’ ανατείλει,

να πα σε ξωμονάστηρο ν’ ανάψουν το καντήλι.

– Η μια κρατά λάδι, κερί κι η άλλη το λιβάνι,

και πάνε να προσευχηθούν πέρα στον Άη Γιάννη.

– Διπλά, τριπλά θυμιάσασι κι ενάψα το καντήλι,

και σιανά μιλούσασι και τω δυονώ τα χείλη.

– «Άη μου Γιάννη», λέει η μια, «και Χριστοβαπτιστή μου,

έβλεπε, σε παρακαλώ, στα ξένα το παιδί μου».

– «Μην αρωστήσει, το γιατρό ποιος θε να του φωνάξει,

να κάτσει στο κρεβάτι του, τα ρούχα του ν’ αλλάξει».

– «Ποιος θα του φέρει το νερό, τον πυρετό να σβήσει,

αφού μακριά ’ν η μάνα του για να τονέ φροντίσει».

– «Βοήθησέ τον, Άγιε μου, δώσε κι εμού κουράγιο,

και γύρισε τον, να τον δω γρήγορα στο μουράγιο».

– Μπρος στην εικόνα την παλιά και την ξεθωριασμένη,

η άλλη μάνα εστέκετο με δάκρυα λουσμένη.

– «Άγιε μου σε παρακαλώ, δείξε κι εμού συμπόνια,

φέρε μου πίσω τα παιδιά για να γνωρίσω ’γγόνια».

– «Απόσταν επαντρεύτησα πίσω δεν εγυρίσα,

και τα ’γγονάκια μου γιαγιά ούτε παππού γνωρίσα».

– «Δώσε κι εμού τα στήθια μου, λίγη χαρά να πάρου,

προτού να δουν τα μάτια μου τον ερχομό του χάρου».

Longing for homeland – 1ο

By Manolis Cassotis

As the Karpathian couplet says (all couplets that follow are in free translation):

Love and departing, joy, sorrow, affection,

everything gets in couplet’s groove.

The Karpathians made songs the woes of foreignness. With songs, those who leave their place of birth express their pain and hope of returning, as do those who stay behind waiting for their “beloved ones” to return. The study of the Karpathian couplets of departing from their place of birth, by the experts, is a valuable contribution to the cultural tradition of Karpathos. In this article and the ones that will follow, are recorded some couplets related to the Karpathians immigrants to America.

John Hapsis

John Hapsis was born in Olympos of Karpathos and settled in Othos when he was young, where he grew up and died. He was one of the well-known lyre players and couplets composer of Karpathos and in his old age became a popular painter. His couplets stem from life experiences and the philosophy of ordinary people. Those refering to departing to foreign countries catch the pulse of the Karpathian immigrant and “measure” his heartbeat. The deceased was a regular contributor to “Karpathos” magazine, from where the following couplets were chosen.

Karpathos for the departing Karpathian

– Sweet mother, Karpathos, even when we live far from you,

we all cry your name with pain.

– We made a stranger a second mother,

but it does not give us your coolness, your clean air.

– She (stepmother) sends one to burning factories, another to mines,

others to clean plates (in restaurants) damaging their health.

– Karpathos! You were not made from sugar and honey,

but you are an infinite true hive.

– A hive that is empty for nine months a year,

But the other three (months) are full of bees and pollen.

– They come to suck up the excess honey,

from the shores, the slopes and the shade from the pine trees.

– The weary bees come to live like drones,

and feast on the three months’ holidays.

The Immigrant

– In the coffee shop of a village, I was seating one day,

an old man with white hair sat next to me.

– I passed him for a stranger, but I made mistake,

he spoke Greek and told me that he was Karpathian.

– “Tell me what your name is, what is your village,

what is yours and your parents’ last name”.

– He slowly raised the tired hand,

and showed me their house in ruins.

– “In it I grew up for fifteen years,

then, the strange lands took me, full of pain”.

– “It took me sixty years to return,

to express my sorriness and ask for forgiveness”.

– “The strange land which benefit in my prime,

let’s take care of the old men, and keep his bones.

Two mothers

– Two mothers wait for the sunrise,

to go to a far-out chapel to light the candles.

– One holds oil, and candles and the other incense,

and they go to pray to Saint John.

– Two and three times incensed the lit the candles,

and very slowly moving their lips whispered.

– One said: “My Saint John, who baptized Christ,

please take care of my child who lives in a foreign land”.

– “If he gets sick, who will call the doctor,

who will sit next to his bed, to change his clothes”.

– “Who will bring him water, for the fever to go away,

since his mother is away to take care of him”.

– “Help him, my Saint, give me courage too,

and bring him back, and soon may I see him at the port”.

– In front of old faded icon,

the other mother stood bathed in tears.

– “My Saint, please, show me compassion too,

bring back my children, so I can meet my grandchildren”.

– “Since they got married, did not come back,

my grandchildren never met their grandmother and grandfather.”

– “Give to my heart some joy,

before my eyes see the coming of grace.”

-Advertisement / Διαφήμιση-

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.