Γράφει ο Μανώλης Κασσώτης           

Λίγα έχουν απομείνει από τα παιδιά που είχαν την ατυχία να ζήσουν στα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και τώρα βλέποντας τον πόνο, την αγωνία, αλλά το θάρρος και την επιμονή των ανθρώπων που σήμερα υποφέρουν από τους θανάτους και τις καταστροφές που προκαλεί η εισβολή της Ρωσία του Πούτιν στην Ουκρανία, η μνήμη τους πηγαίνει 80 χρόνια πίσω, και μαζί τους νιώθουν και ξαναζούν την τραγωδία του πολέμου, όπως την έζησαν.

Πως να μη συγκινηθούν όταν βλέπουν την μάνα με ένα μωρό στην αγκαλιά και από το άλλο χέρι να κρατά το άλλος της παιδί, και με αγωνία, αλλά και αυτοπεποίθηση να βαδίζει προς στα σύνορα, μαζί με άλλους πρόσφυγες για να σώσει τα παιδιά της. Πως να μη συγκινηθούν όταν βλέπουν ένα άνδρα, που μόλις φτάνει στα σύνορα, να παραδίδει στην γυναίκα του το ένα από τα παιδιά τους, για να επιστρέφει και να πολεμήσει για την πατρίδα του.

Πως να μη συγκινηθούν όταν βλέπουν ένα 10χρονο αγόρι να κλαίει και να περπατά μόνο του εκατοντάδες μίλια μέχρι να φτάσει σύνορα. Και όπως τα βλέπουν όλα αυτά, πως να μη έρχονται στην μνήμη τους παρόμοιες εικόνες που έζησαν.

Οι Έλληνες πρόσφυγες.

Στις 10 Ιουνίου 1940, η Ιταλία του Μουσολίνι μπήκε στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό της Γερμανίας του Χίτλερ. Μερικές μέρες αργότερα αγγλικά πολεμικά πλοία, προερχόμενα από την Αίγυπτο βομβάρδισαν το αεροδρόμιο της Καρπάθου, που βρισκόταν υπό Ιταλική κατοχή, και στην συνέχεια το λιμάνι το Πηγαδίων όπου μέναμε.

Τρόμος και αγωνία καταλαμβάνει τον κόσμο και τρέχουν για να σωθούν, ιδιαίτερα οι οικογένειες που έχουν μικρά παιδιά.

Παίρνουμε το μονοπάτι προς το βουνό. Εγώ, τότε 4χρονος, με τον 7χρονο αδελφό μπορούμε και περπατάμε, ο πατέρας μου κρατά την δίχρονη αδελφή μου, και η μητέρα μου, έγκυος, κρατά δυο τρεις κουβέρτες. Σε δυο χιλιόμετρα, δίπλα στο μονοπάτι που πηγαίνει προς το μοναστήρι της Αγίας Κυριακής, βρήκαν μια μικρή σπηλιά, τέσσερα με πέντε τετραγωνικά μέτρα. Εκεί μας έστρωσαν και κοιμηθήκαμε. Απ’ όλα αυτά το μόνο που θυμάμαι είναι ότι μόλις ξάπλωσα με πήρε ο ύπνος. Αυτοί που αγωνιούσαν ήταν οι γονείς μας.

Μερικές μέρες αργότερα μετακομίσαμε στο Απέρι, γειτονικό χωριό, σε συγγενικό μας σπίτι, εκεί γεννήθηκε και η μικρότερη αδελφή μου. Ο πατέρας μου όμως, έπρεπε να μένει στα Πηγάδια να φροντίζει το εμπορικό του κατάστημα, και μας επισκεπτόταν κάθε Κυριακή. Μετά από ένα χρόνο, όταν ο Rommel αποβιβάστηκε στην Βόρεια Αφρική, οι βομβαρδισμοί σταμάτησαν και επιστρέψαμε στα Πηγάδια.

Στις 6 Σεπτεμβρίου 1943, δυο μέρες προτού συνθηκολογήσει η Ιταλία με τους Συμμάχους, οι Γερμανοί αποβιβάζονται στην Κάρπαθο και οι Ιταλοί τους παραδίνουν το νησί. Σε λίγο αρχίζουν οι βομβαρδισμοί, τα Πηγάδια κηρύσσονται πολεμική ζώνη, σε 48 ώρες πρέπει να εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας.

Πάνε πάλι στο Απέρι, απέχει 8 χιλιόμετρα από τα Πηγάδια και ο δρόμος είναι ανηφορικός. Εγώ, τότε 7χρόνος, και ο 10χρονός αδελφός μπορούμε και περπατάμε. Ο πατέρας μου βρήκε ένα αγωγιάτη, που τοποθέτησε δυο κασόνια δίπλα στο σαμάρι του μουλαριού, και εκεί μέσα πάνω σε κουβέρτα τοποθέτησαν την 5χρονη και 2χρονη αδελφές μου. Ακολούθησαν οι γονείς μου με το μικρότερο 6 μηνών αδελφό μου.

Παρόλες τις ταλαιπωρίες που υπέστημεν, επιζήσαμε. Αλλά δεν είχαν την ίδια τύχη άλλοι συμπατριώτες μας που σκοτώθηκαν από τους βομβαρδισμούς, και δεν μπορώ να ξεχάσω το 8χρονο Γιωργάκη που παίζαμε τόπι και το 10χρονο Δημητράκη που κολυμπούσαμε μαζί.

Πέρασαν χρόνια και σε μια οικογενειακή διασκέδαση, ο Μιχάλης, ο μεγαλύτερος αδελφός του Δημήτρη, φορτισμένος από τον αδόκητο χαμό του Δημήτρη είπε την ακόλουθη μαντινάδα:

                        «Ποιος ειν’ στην πόρτα που κτυπά, και δεν εμπένει μέσα,

                        άραγε να ’ν‘ ο Δημητρός, και δεν τον εκαλέσα;»

-Advertisement / Διαφήμιση-

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.