Σπογγαλιεία στα Δωδεκάνησα στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα

0
Το λιμάνι της Σύμης την εποχή την ακμή της σπογγαλιείας. The port of Symi in the heyday of sponge diving.

Τα πιο άγονα νησιά της Δωδεκανήσου που δεν μπορούσαν να ζήσουν από τη Γη, έστρεψαν το ενδιαφέρον τους προς την θάλασσα, Κασιώτες και Καστελοριζοί στην ναυτιλία, Συμιακοί, Καλύμνιοι και Χαλκήτες στην σπογγαλιεία που απασχολούσε μεγάλο μέρος των κατοίκων αυτών των νησιών: σπογγεμπόρους που αγόραζαν και πουλούσαν τα σφουγγάρια στο εξωτερικό, καπεταναίους που διέθεταν καΐκια και σπογγαλιευτικά, ξεκινητάδες που χρηματοδοτούσαν τους καπεταναίους, δύτες και βουτηχτάδες που έβγαζαν τα σφουγγάρια από το βυθό της θάλασσας, καλαουζέρηδες που τροφοδοτούσαν τον αέρα στους μηχανικούς, κουπά(δ)ες, μοτορίστες, τριχαντηνιέρηδες, μαρκουτσέρηδες, ντεποζιτάδες, τροφοδότες.

Βρισκόμαστε στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Τα σπογγαλιευτικά με τα ντεπόζιτα ξεκινούσαν μετά το Πάσχα και επέστρεφαν τον Νοέμβριο. Αλίευαν σφουγγάρια σ’ όλη την ανατολική Μεσόγειο, στα παράλια της Καραμανίας (νότια Μικρά Ασία), Συρίας, Λιβάνου και Παλαιστίνης, στην Κύπρο και στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου και Ιoνίου και στα βόρεια Αφρικανικά παράλια της Αιγύπτου, Κυρηναϊκής, Λιβύης και Τυνησίας.

Η διάθεση των σφουγγαριών στην Ευρωπαϊκή αγορά γινόταν μέσω Δωδεκανησιακών εμπορικών οίκων στην Τεργέστη, Οδησσό, Μασσαλία, Λονδίνο και Ερμούπολη, που έφερναν πλούτο, συνάλλαγμα και εργασία σε χιλιάδες ανθρώπους. Σύμφωνα με τον Άγγλο C. Newton 2.500.000 γρόσια για τη Σύμη, 2.000.000 για την Κάλυμνο και 600.000 για την Χάλκη. Δηλαδή 5.100.000 γρόσια που ισοδυναμούν σήμερα με πάνω από 30 εκατομμύρια δολάρια.   

Με την επιστροφή των σπογγαλιευτικών και των καϊκιών, τα ξεφόρτωναν και τα τραβούσαν στην στεριά να τα «ρεμετζαρίσουν», καλαφατίσουν και «παλαμίσουν». Οι σπογγέμποροι έκαναν τις προσφορές τους, αγόραζαν τα σφουγγάρια και τα προωθούσαν στις Ευρωπαϊκές αγορές.

Αμέσως μετά το Πάσχα αναχωρούσαν τα σπογγαλιευτικά από το λιμάνι της Χάλκης για το μακρινό του ταξίδι. Immediately after Easter, the sponge boats left the port of Halki for their long journey.

Οι καπεταναίοι λογάριαζαν και πλήρωναν τα πληρώματα τους και ξεπλήρωναν τους «ξεκινητάδες» (χρηματοδότες). Κυρίως, όμως νοιάζονταν να οργανωθούν για την νέα σπογγαλιευτική περίοδο, να κλείσουν δηλαδή τις συμφωνίες τους, να «τσουρμάρουν». Οι καπεταναίοι να κλείσουν καλά πληρώματα και τα πληρώματα να βρουν καλό καπετάνιο. Με το «τσουρμάρισμα» δίνονταν και οι πρώτες προκαταβολές.

Η αμοιβή για την εργασία στα σφουγγαράδικα προκαθοριζόταν για τον καθένα ξεχωριστά ανάλογα με το είδος της εργασίας και την απόδοση. Άλλη δηλαδή ήταν η αμοιβή του «μαγκιόρου», του πιο καλού δύτη, και άλλη των υπολοίπων δυτών. Αλλά και στα πληρώματα κουβέρτας υπήρχε διαφοροποίηση στην ίδια ειδικότητα: ο καλός εργάτης πληρωνόταν ανάλογα με την απόδοση του.

Η αμοιβή ήταν διαφορετική για τα πληρώματα των σφουγγαράδικων που δούλευαν με σκάφανδρο, από κείνων που δούλευαν στις «γυαλάδικες» βάρκες με το «σκαντάλι», με τις «καμάικες» και τις «ρεβέρες».

Επίσης η αμοιβή, εξαρτιόταν, από τον σφουγγαρότοπο, τη διάρκεια του ταξιδιού. Τα «πλάτικα», η αμοιβή, δινόταν στους σφουγγαράδες σταδιακά σε δόσεις. Με την υπογραφή του συμφωνητικού «έπεφτε» και το «καπάρο» (προκαταβολή) και ακολουθούσαν μικροποσά, για να καλυφτούν οι βασικές ανάγκες των «ανθρώπων», μέχρι νάρθει η ώρα του «φευγιού».

Ο καπετάνιος κρατούσε «(δ)εφτέρι», φροντίζοντας να μην ξεπερνούν οι προκαταβολές τα «πλάτικα». Το ίδιο και τα πληρώματα για να μην μείνουν άφραγκοι μετά το ταξίδι της επιστροφής.

Το μοναστήρι του Πανορμίτη στην Σύμη θεωρείται ο προστάτης των σφουγγαράδων. The monastery of Panormitis in Symi is considered the patron saint of the sponge divers.

Επειδή τα ταξίδια στην Αφρική και σ’ άλλους μακρινούς τόπους κρατούσαν αρκετούς μήνες, οι καπεταναίοι έπρεπε να φροντίσουν για την τροφοδοσία των πληρωμάτων: προμήθεια, αποθήκευση, συντήρηση και κατανάλωση τροφίμων. Το φρυγμένο ψωμί, η «γαλέτθα», έπρεπε να ψηθεί και να τσουβαλιαστεί. Το καβουρδισμένο κρέας, ο «καβουρμάς», έπρεπε να ψηθεί και να στοιβαχτεί στους τενεκέδες και να προμηθευτούν τα άλλα «μα(γ)ε(ι)ρέματα»: όσπρια, ρύζι, μακαρόνια, λάδι, κρεμμύδια. Νερό, σταφύλια, καρπούζια και άλλα φρούτα και λαχανικά προμηθεύονταν από τον τόπο του προορισμού τους (αν υπήρχαν).

Η διατροφή τους συμπληρωνόταν με ψάρια που ψάρευαν και τα πουλούσαν ή τα αντάλλαζαν -με είδος- με τους ντόπιους. Τις κουμπάνιες και τ’ άλλα εφόδια τα φόρτωναν στα «ντεπόζιτα», μεγάλα καΐκια που συνόδευαν τα σφουγγαράδικα στο τόπο της δουλειάς. Γύρω στο Δεκαπενταύγουστο ερχόταν το «πακέτο», το πλοίο από το νησί, να φέρει στους σφουγγαράδες γράμματα και αμανάτια με κουλούρια, παξιμάδια, κρίθινες κουλούρες και άλλα παραδοσιακά τρόφιμα.

Τον Απρίλη, αμέσως μετά την Λαμπρή, «ποκινούσαν» τα σφουγγαράδικα για το καλοκαιρινό τους ταξίδι. Μέσα στο φρεσκοβαμμένο μπαούλο η γυναίκα του σφουγγαρά έβαζε όλη του την «περιλοή»: παντελόνια της δουλειάς, εσώρουχα, φανέλες πλεγμένες στο χέρι, «κράτσες» χοντρές για τους μηχανικούς να μην κρυώνουν όταν βουτούσαν. Έβαζε μέσα και μια καλή αλλαξιά, που σαν θα ’βγαινε όξω σε πολιτεία να ’ναι «ποφανεμένος».

Από το λιμάνι της Καλύμνου ξεκινούσαν τα σπογγαλιευτικά που αλώνιζα την ανατολική Μεσόγειο. From the port of Kalymnos started the sponge boats going all over the eastern Mediterranean.

Τελειώνοντας το στοίβαγμα των ρούχων, κολλούσε με ζύμη από αλεύρι, στην κορυφή του καπακιού, εικόνες χάρτινες αγίων και φωτογραφίες, της ίδιας και των παιδιών. Με πόνο στην καρδιά, η γυναίκα ή η μάνα του σφουγγαρά ράντιζε με καυτά δάκρυα το μπαούλο σαν να στόλιζε νεκροκρέβατο. Θα γύριζε πίσω ζωντανός και γερός ο καλός της, ή θα τον έτρωγε η μαύρη θάλασσα ή η «μηχανή» και θα ’φερναν πίσω «πεσκέσι» μόνο το μπαούλο του;

Μετά το αγιασμό των πλοίων, τα σφουγγαράδικα έβαζαν πορεία. Άλλα πήγαιναν για Κυκλάδες, Βόρειες Σποράδες, Χαλκιδική ως την Αλεξανδρούπολη, άλλα για το γύρο της Πελοποννήσου, τα νησιά του Ιωνίου και στις ακτές της Πρέβεζας, άλλα για την Καραμανία μέχρι στις ακτές της Συρίας, άλλα για την Κάρπαθο και Κάσο και απ’ εκεί για την Κρήτη, άλλα για τη Κύπρο και τις ακτές του Λιβάνου, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου μέχρι το Πορτ Σαίντ.

Τα περισσότερα χάραζαν πορεία για την Βόρεια Αφρική. Πήγαιναν στην Κρήτη και με τον πρώτο ευνοϊκό καιρό περνούσαν το Λιβυκό πέλαγος. Μετά από δυο τρία μερόνυχτα, έπιαναν στεριά στην περιοχή Ντέρνα της Κυρηναϊκής. Απ’ εκεί, άλλα πήγαιναν ανατολικά στις περιοχές της Αιγύπτου μέχρι το Πορτ Σαίντ και άλλα δυτικά στις περιοχές της Λιβύης και της Τυνησίας. Όλη η λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου γινόταν Δωδεκανησιακή λιμνοθάλασσα.

Το μεροκάματο των σφουγγαράδων, καθημερινές και Κυριακές, άρχιζε με το ξημέρωμα και τελείωνε με το ηλιοβασίλεμα. Μόνο των Αγίων Αποστόλων, του Άη Παντελέμωνα, της Παναγίας και του Σταυρού ήταν μέρες αργίας. Τα σφουγγάρια που έπιαναν οι δύτες και οι βουτηχτάδες τα ’φερναν στο «ντεπόζιτο» να καθαριστούν, ασπριστούν και τσουβαλιαστούν και όταν μάζευαν αρκετά τα άπλωναν στον ήλιο για να στεγνώσουν. Ακολουθούσε το «σορτάρισμα», η διαλογή των σφουγγαριών κατά είδος, ποιότητα και σχήμα και το «μπαλάρισμα» μέσα σε τσουβάλια.

Στην ακμή της σπογγαλιείας, ολόκληρη η λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου αποτελούσε Δωδεκανησιακή λιμνοθάλασσα. At the heyday of sponge diving, the entire Eastern Mediterranean basin was a Dodecanese lagoon.

«Ηρωική και θανάσιμη κληρονομιά»

Η δουλειά του σφουγγαρά δεν ήταν μόνο κοπιαστική, αλλά και επικίνδυνη, ιδιαίτερα για τους δύτες που κινδύνευαν από τα σκυλόψαρα και, πιο πολύ, από το «κτύπο της μηχανής». Το αίμα του δύτη απορροφά το αυξημένο άζωτο που συγκεντρώνεται στον υπό πίεση μηχανικό αέρα.

Με την γρήγορη και απότομη ανάδυση ο οργανισμός του δύτη αδυνατεί να το αποβάλει, παραμένει στο αίμα και προκαλεί θρομβώσεις, με αποτέλεσμα να «κουλαθεί»: να στραβώσει το στόμα, να πιαστεί και παραλύσει η «πάντα», το χέρι, το πόδι.

Πολλές φορές ο «κτύπος της μηχανής» προκαλούσε τον θάνατο. Όταν κάποιος σφουγγαράς πέθαινε κοντά σε ελληνικό νησί τον έθαβαν στο νεκροταφείο του χωριού. Αν ο θάνατος συνέβαινε σε αλλόθρησκο τόπο, άνοιγαν ένα λάκκο κοντά στον γιαλό, τον έχωναν μέσα και του ’βαζαν κι ένα σταυρό από σπασμένο κουπί. Κάποιος έλεγε λίγα λόγια χριστιανικά και με βουρκωμένα μάτια ανοίγονταν στο πέλαγος για σφουγγάρι… Όταν τα σπογγαλιευτικά βρίσκονταν μακριά από την στεριά έβαζαν τον νεκρό μέσα σε ένα τσουβάλι με βαρειές πέτρες ή το τύλιγαν μέσα στο «στρωμάτσο» του δεμένο με μερικές παλιές «καδένες» και τον φούνταραν στη θάλασσα.

Όταν κόντευε να τελέψει ο Οκτώβριος οι καπεταναίοι ετοιμάζονταν για το ταξίδι της επιστροφής. Όλοι μάθαιναν (από βραδύς), ότι έφτασε η τελευταία μέρα για τα «σχολάσματα» κι έτσι το επόμενο πρωί σηκώνονταν για την «βουτιά του Αγίου».

Όλα τα σφουγγάρια που θα ’πιαναν κείνη την ημέρα πήγαιναν για την εκκλησία του πολιούχου του νησιού, οι Καλύμνιοι και οι Χαλκίτες για το Άγιο Νικόλα και οι Συμιακοί για τον Πανορμίτη. Την άλλη μέρα ξεκινούσαν για την Κρήτη κι αν ο καιρός ήταν καλός τραβούσαν χωρίς σταματημό για Κάλυμνο, Σύμη και Χάλκη. Το τηλεγράφημα, που έστελνε ο καπετάνιος στην καπετάνισσα, έγραφε ότι έπιασαν Κρήτη και σε δυο τρεις μέρες θα ’φταναν.

Τα καΐκιαααα…! Έρχονται τα καΐκιαααα…! Ξεφώνιζαν από τα πάνω σπίτια του χωριού. Το χαρούμενο μήνυμα το ’παιρναν και το διαλαλούσαν οι καμπάνες των εκκλησιών, που άρχισαν να κτυπούν τρελά και ξεσήκωσαν όλο το νησί στο ποδάρι. Αμέσως, απ’ όλες τις ενορίες, άρχιζαν να κατεβαίνουν στο λιμάνι συγγενείς, γνωστοί και φίλοι των σφουγγαράδων. Με το πέρασμα των καϊκιών από το «μούτσουνο» του κάβου γέμιζε η ματιά και η ψυχή των σφουγγαράδων από Κάλυμνο, Σύμη και Χάλκη. Μέχρι να μπουν στο λιμάνι, «μαύριζε» η προκυμαία από τον κόσμο.

Στην Κάλυμνο, συγγενείς και φίλοι αποχαιρετούν σφουγγαράδες που φεύγουν για το μακρινό τους ταξίδι, έξι μήνες θα περάσουν μέχρι να γυρίσουν. In Kalymnos, relatives and friends say goodbye to sponge divers leaving for their long journey, six months will pass before they return.

Τέλεψε το «πρατικάρισμα» και οι σφουγγαράδες πετάχτηκαν έξω από τα καΐκια σαν τα ελάφια που πηδούν ορμητικό ρέμα. Άνοιξαν οι αγκαλιές, φιλιά και δάκρυα από χαρά. Οι σφουγγαράδες έκαναν να περπατήσουν και έχαναν το βηματισμό τους. Νόμιζαν πως ήταν ακόμη στο καΐκι και σκαμπανέβαζαν. Έβγαλαν όξω απ’ το καΐκι τα μπαούλα τους με το στρωμάτσο και τα ψώνια τους.

Έβγαλαν και τον σακατεμένο δύτη. Φόρτωσαν τα πράγματα του στο καρότσι, φόρτωσαν κι αυτόν από πάνω και τον πήραν οι δικοί του κουβαλητό στο σπίτι του. Ο καπετάνιος φρόντισε να στείλει πεσκέσι και στη φαμελιά του σκασμένου μηχανικού το μπαούλο, με τα προσωπικά είδη. Σαν έμαθαν οι δικοί τους τον ερχομό των σφουγγαράδων, ξαναζωντάνεψε μέσα τους η πίκρα, η λαύρα του χαμού. Βουβός σπαραγμός αλλά και ήρεμη απαντοχή. Τόξεραν πως ήταν αποδέκτες ηρωικής και θανάσιμης κληρονομιάς.


Sponge diving in the Dodecanese in the second half of the 19th century

By Manolis Cassotis                    

The barren islands of the Dodecanese, unable to live off the land, turned their attention to the sea, Kasians and Kastelorizians to shipping, Symian, Kalymnian and Chalkitans to sponge diving that occupied a large part of the inhabitants of these islands: sponge traders who bought and sold the sponges abroad, captains who had boats, financiers who financed the captains, sponge divers who extracted the sponges from the bottom of the sea, ‘kalouzeris’ who supplied the air to the divers, food and equipment suppliers and other.

We are in the second half of the 19th century. The sponge diving and supply boats left after Easter and returned in November. They fished sponges throughout the eastern Mediterranean, on the coasts of Karamania (southern Asia Minor), Syria, Lebanon and Palestine, on Cyprus and Crete, on the Aegean and Ionian islands and on the northern African coasts of Egypt, Cyrenaica, Libya and Tunisia. The distribution of sponges to the European market was done through Dodecanese trading houses in Trieste, Odessa, Marseille, London and Ermoupolis, which brought wealth, foreign exchange, and work to thousands of people. According to the Englishman C. Newton 2,500,000 gurus for Syme, 2,000,000 for Kalymnos and 600,000 for Halki. That is 5,100,000 gurus, equivalent to more than 30 million dollars today.

O ‘κολαούζος’ βοηθά τον μηχανικό να φορέσει το ‘φόρεμα’, που ετοιμάζεται για την κατάδυση. ‘Kolauzos’ helps the diver to put on the ‘dress’, who is being prepared for the dive.

Upon their return the boats were unloaded and hauled ashore for maintenance and repairs. The sponge merchants made their offers, bought the sponges and sold them to the European markets. The captains paid their crews and financiers. Above all, however, the captains cared about getting organized for the new sponging season, that is, to close their agreements, to book good crews, and at the same time to give the first advance money.

The remuneration for the work in the sponge boats was predetermined for each individual, depending on the type of work and performance. In other words, the pay of the best diver was different from the regular divers. But also, for the other crews were variations in the same specialty, the good worker was paid according to his performance. The pay was different for the crews of the divers who worked with the diving suits, and for those diving without it. Also, the pay depended on the sponge site and the duration of the trip. The payments were given to the sponge divers gradually in installments. With the signing of the agreement, the advance payment was given, followed by small sums of money, to cover their basic needs, until it was time to leave. The captain kept account, making sure that the advances did not exceed the remaining balance. So do the crews so they don’t run out of money after the return trip.

Because the voyages to Africa and other distant places took several months, the captains had to take care of feeding the crews: provision, storage, preservation and consumption of food. The baked bread, “galetha”, had to be baked and bagged. The roasted meat, “kavourmas”, had to be cooked and piled in tins, and the other “magiremata”: pulses, rice, spaghetti, oil, onions had to be procured. Water, grapes, watermelons and other fruits and vegetables were procured from their destination (if any). Their diet was supplemented with fish that they caught and sold or exchanged – in kind – with the locals. The supplies were loaded into the “depozita”, large boats that accompanied the sponge diving boats to the place of work. Around the 15th of August, the “package”, the ship that came from the island, would bring letters and packages with nuts, wheat and barley pretzels and other traditional foods.

Ένα παιδάκι βοηθά τον κουτσό μηχανικό να περπατήσει. A little boy helps the lame diver to walk.

In April, immediately after Easter, the sponge ships started their summer trip. Inside the freshly painted trunk, the sponge diver’s wife put all his “gears”: working pants, underwear, hand-knitted thick woolen flannel, so that the diver would not get cold when diving. She also includes a good change of clothes, as if he was going out to town to be “pofanemenos” (decent). Finishing the stacking of clothes, she stuck with flour dough, on the top of the lid, saints paper images and photographs of herself and the children. Heartbroken, his wife or mother sponged the trunk with hot tears as if decorating a deathbed. Would her loved man come back alive and well, or the black sea or the “machine” (diving gear) will eat him up and only his trunk be brought back as “peskesi” (a present)?

After the consecration of the ships, the boats set sail. Others went to Cyclades, Northern Sporades, Khalkidhiki as far as Alexandroupolis, others to the Peloponnese, the Ionian Islands and the coast of Preveza, others to Karamania up to the coast of Syria, others to Karpathos and Kassos and from there for Crete, others to Cyprus and the coasts of Lebanon, Palestine and Egypt as far as Port Said. Most were heading for North Africa. They went to Crete and with the first favorable weather they crossed the Libyan sea. After two or three days and nights, they reached land in the Derna region of Cyrenaica. From there, others went east to Egypt as far as Port Said and others west to Libya and Tunisia. The entire Eastern Mediterranean basin was becoming a Dodecanese lagoon.

The sponge divers’ working day, weekdays and Sundays, began at dawn and ended at sunset. Only Saint Apostles, Saint Panteleimon, Holy Mother’s Dormition and Holy Cross days were holidays. The sponges caught by the sponge divers were brought to the storage boats to be cleaned, bleached, and bagged and when they collected enough, they were spread out in the sun to dry, and then sorting them by type, quality and shape and putting them into sacks.

“Heroic and Deadly Legacy

The work of the sponge diver was not only laborious, but also dangerous, especially for the divers who were at risk from sharks and, more so, from the diver’s gear. The diver’s blood absorbs the increased nitrogen that accumulates in the pressurized mechanical air. With the rapid and abrupt emergence, the diver’s body is unable to expel it, it remains in the blood and causes blood clots, causing disabilities: his mouth twists, his side, arms and legs paralyzed, and many times causing death. When a sponge diver died near a Greek island, he was buried in the village cemetery. If the death happened in other non-Cristian country, they dug a pit near the shore, put him in it and put a cross made of a broken oar. Someone would say a few Christian words and with watery eyes they would return to the sea for sponges … When the sponge boats were far from land, they would put the dead in a sack with heavy stones or wrap him in his mat, tied with some old chains and threw him into the sea.

When October was about to end the captains were preparing for the return voyage. Everyone learned, the evening before, about the last working day, so the next morning they got up for “Saint’s dip”. All the sponges that would be caught that day went to the church of the patron saint of the island, the Kalymnians and the Chalkitans to Saint Nicholas and the Symians to Panormitis. The following day they left for Crete and if the weather was good continued, without stopping, for Kalymnos, Symi and Halki. The telegram the captain sent to his wife said that they got to Crete and would arrive in two-three days.

The boats…! The boats are coming…! Shouted from the upper houses of the village. The happy message was picked up and spread by the church bells, which started ringing wildly and brought the whole island up to its feet. Immediately, from all the parishes, relatives, acquaintances and friends of the sponge divers started coming down to the port. With the passage of the boats from the cape of the port, the eyes and soul of the sponger divers were filled. By the time they entered the port, the waterfront was covered with people.

With the arrival, the sponge divers jamb out of the boats like deer leaping a rushing stream. There were hugs, kisses, and tears of joy. The sponge divers were walking and losing their pace. They thought they were still in the boat and were clambering. They took their trunks with the mattress and their shopping out of the boat. They also took out the crippled diver. They loaded his things into the cart, loaded him on top, and his people carried him home. The captain took care to send a donation to the deceased diver’s family and his trunk with his personal belongings. As soon as his people learned of the arrival of the sponge divers, the bitterness, the laurel of destruction, revived in them. Silent heartbreak but also a calm response. They knew they were recipients of a heroic and mortal legacy.

he captain took care to send a donation to the deceased diver’s family and his trunk with his personal belongings. As soon as his people learned of the arrival of the sponge divers, the bitterness, the laurel of destruction, revived in them. Silent heartbreak but also a calm response. They knew they were recipients of a heroic and mortal legacy.

-Advertisement-

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.