
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εμπορικές σχέσεις στα Δωδεκάνησα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Αυτή την εποχή το εμπορικό κέντρο στα Δωδεκάνησα συγκεντρώνεται στην Σύμη που αποτελεί το μεγαλύτερο αστικό κέντρο στα Δωδεκάνησα και στα απέναντι Μικρασιατικά παράλια, από την Σμύρνη μέχρι την Αττάλεια. Αυτή την εποχή ο πληθυσμός της Σύμης υπερβαίνει τις 20.000, και σύμφωνα με ορισμένους μελετητές φθάνει μέχρι 32.000.
Την ίδια εποχή η Ρόδος, αν και πολύ μεγαλύτερο νησί με περισσότερο πληθυσμό, δεν διακρίνεται για την εμπορική της δραστηριότητα. Η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού της Ρόδου βρίσκεται στα χωριά, ενώ στην Παλαιά πόλη μένουν κυρίως Τούρκοι που δεν ενδιαφέρονται για το εμπόριο. Οι Εβραίοι που μένουν στην Παλαιά πόλη, δεν παρουσίασαν ακόμη την σημαντική εμπορική τους δραστηριότητα που έδειξαν επί Ιταλοκρατίας.
Αντίθετα η Σύμη, που καταβάλει στην Τουρκική κυβέρνηση τον φόρο «μακτού» αλλά αυτοδιοικείται, παρουσιάζει σημαντική ναυτική, σπογγαλιευτική και εμπορική δραστηριότητα. Αξιόλογες εμπορικές πληροφορίες βρίσκονται στα λογιστικά βιβλία του Σάββα Γ. Κασσώτη που διέσωσε ο εγγονός του Σάββας Ι. Σαραγάς. Ο Σάββα Κασσώτης γεννήθηκε το 1876 στην Σύμη αλλά, όπως φανερώνει το επίθετο του, είχε καταγωγή από την οικογένεια των Μουσουρέδων της Κάσου, με εμπορικές καταβολές στην Αλεξάνδρεια και Σμύρνη.
Οι συναλλαγές γινόντουσαν με βάση την τουρκική χρυσή λίρα και τις υποδιαιρέσεις της, κυρίως σε γρόσια. Στην αρχή η τουρκική λίρα υποδιαιρείτο σε πέντε χρυσά μετζίτια και το κάθε μετζίτι σε 20 γρόσια, δηλαδή μια λίρα ισοδυναμούσε με 100 γρόσια. Το κάθε γρόσι υποδιαιρείτο σε 40 παράδες. Υπήρχαν και τα ‘οκταράκια’, ήταν ασημένια και πήραν το όνομα τους επειδή οκτώ ‘οκταράκια’ ισοδυναμούσαν με ένα μετζίτι.
Αργότερα, στην εποχή που μας ενδιαφέρει, η αξία των νομισμάτων είχε διαμορφωθεί ανάλογα με την περιεκτικότητά τους σε χρυσό και ασήμι και την αξία αυτών των μετάλλων στην αγορά, ως εξής: τουρκική λίρα=135 γρόσια, μετζίτι=25,25 γρόσια, ‘οκταράκι’=2,625 γρόσια, χρυσή αγγλική λίρα=148 γρόσια, χρυσό γαλλικό 20φραγκο=118 γρόσια.
Το μικρότερο νόμισμα που κυκλοφορούσε αυτή την εποχή στις συναλλαγές ήταν το πενταράκι, δηλαδή πέντε παράδες. Αν και αυτή την εποχή η Δωδεκάνησος ήταν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα ίδια νομίσματα στις συναλλαγές με τους εμπόρους στη Σμύρνη είχαν μεγαλύτερη αξία σε γρόσια: τουρκική λίρα=181, μετζίτι=33, οκταράκι=3,5, χρυσή αγγλική λίρα=196, χρυσό γαλλικό 20φραγκο=156.

Όπως καταγράφονται στα λογιστικά του βιβλία, ο Σάββας Κασσώτης προμηθευόταν τα εμπορεύματα του κυρίως από την Σμύρνη, από έξη Έλληνες (Αδελφοί Καρακώστα, Χρήστος Ε. Αρώνης, Παύλος Γαλανάκης, Σαμολαδάς Βρισιμζής, Μαραβελίδης & Χ# Χριστοφής, Δημήτριος Σαγιόγλου) και δυο Εβραίους (Υιοί Ερρέρα, Ιωσήφ Ασέρ) εμπόρους.
Μεταξύ των εμπορευμάτων που αγόραζε από τους προμηθευτές, επικρατούσαν σε είδος και ποσότητα τα αλλαντικά (βουράκια, μπαρμπούνια, παλαμίδες, χαψιά, ρέγκες, κασκαβάλι, σκουμπριά, βακαλάος, λακέρδα, τυρί φέτα, κεφαλοτύρι) και ακολουθούσαν βούτυρο, ζυμαρικά (μακαρόνια, φιδέ, πάστα), κονιάκ, ρακί και χαλβάς. Υπήρχαν επίσης κουφέτα & ζαχαρωτά, μπαχαρικά, ψιλικά, αψίντιον και κολλητικά τενεκέδων.
Εκτός αυτών, που αναφέρονται στους λογαριασμούς των προμηθευτών, υπάρχουν και τα ακόλουθα εμπορεύματα στους λογαριασμούς των πελατών του: Τσιγαρόχαρτα διαφόρων ειδών με τις ονομασίες Κάρμεν, Κεάτ Χανές, Πόρτ Αλθούρ, Αθανασούλη και σιδηρόδρομος και σπίρτα με τις ονομασίες σπαρ, Αρώδε, φωτιάς, ζυγαριές και ασφαλείας. Για φωτισμό διέθετε σπαρματσέτα (στεατικά κεριά), άσπρα και χρωματιστά, πετρέλαιο, ροδέλες και φιτίλια λαμπών πετρελαίου και λιβάνι για θυμίαμα. Διέθετε μεγάλη ποικιλία ζαχαρωτών με τις ονομασίες κουφέτα γάμου, κουφέτα στραγαλωτά ή στραγαλοκούφετα, κουφέτα κόλλυβου, λεμοντρά, τραγουδάκια, παστετσάκια, παραλίκια, μέντες, κουλουράκια και στραγάλια, λουκούμια, χαλβάς, μελάττι και μάζαλη.
Για γραφική ύλη διέθετε κόλες χαρακωμένες, αχαράκωτες, χρωματιστές, ταβέρνα, πόστας και μαύρες αντιγράφου (ξεστάμπια), στουπόχαρτα, όπως και τετράδια, μολύβια, κονδύλια, φάκελα, διπλότυπα, αχυρόχαρτα, κερόχαρτα και χαρτοσάκουλα. Για καθαριότητα και καλλωπισμό διέθετε σαπούνι άσπρο και πράσινο και μοσχοσάπουνα, πούδρα, βούρτσες σανιδιών γης και ασπρίσματος, ώχρα κίτρινη και κόκκινη, ποτάσα, γαλανή μπογιά, λουλάκι, αλοιφές μπρούτζου, μπουκαλάκια βερνίκι, νήμα μαύρο και χρωματιστό.
Αναφέρονται επίσης μπαχαρικά: πιπέρι, κανέλλα, μοσχοκάρυδα, μοσχοκάρφια και τσάι, τα ζυμαρικά: πεπονόκουνα, αστρουδάκια και κριθαράκι, τα αλλαντικά: ταραμάς, αχιβάδες και αστακοί σε κουτιά και άλλα γνωστά και άγνωστα για μας φαγώσιμα: φιστίκια, σησάμι, καφές, ζάχαρη, ρύζι, λάδι, καλιβάρδη, κανναβούρι, καρδόριζα, χαρεμάκια, κριμίζι, κοστιαβάλι, όπως επίσης οινόπνευμα, ρούμι, κουτάλια, πιρούνια, ψαλίδια, καρφίτσες, χάπια και τσιμέντο.
Εκτός του κεντρικού εμπορικού καταστήματος που είχε στον Γιαλό, διέθετε και δεύτερο για λιανικό εμπόριο στο χωριό. Επίσης στα λογιστικά του βιβλία καταγράφηκαν και οι συναλλαγές μικροεμπόρων, καφετζήδων και άλλων επαγγελματιών (Νικήτας Χ# Νικολάου ή Ταβερνάκλα, Νικόλαος Αθανασίου Μαρκόνιου, Παναγιώτης Διαματάκη, Υιοί Π. Ξανθοπούλου, Σταμάτιος Φαρμακίδης, Σταυρή Αθανασίου Μαρκόνιου, Γεώργιος Λοΐζου ή Προβέζα, Ελευθέριος Μόσχου ή Μαργελλής, Μιχαήλ Καλαφατά, Ευαγγελίστρια Χρυσαφινάρας, Άνθιμος Μονογιός, Ιερά Μονή Μιχαήλ Ταξιάρχου Πανορμίτη, Ευστάθιος Μόσχου, Σωτήριος Πατσάκης, Γαβριήλ Σταυρίδης, Νικήτας Γ. Αρφαράς ή Μελένη, Ευαγγελίστρια Αντ. Ασκητή, Νικήτας Σαμιωτάκης, Βασίλειος Σταματούλας, Φιλήμωνας Βαρσάμης, Σταυριανός Μπάρπας, Λεωνίδας Μπαχάς, Ιωάννης Κλαδάς, Ηλίας Καρπάθιος, Ιωάννης Βλάχος, Αποστολάκης Αποστολάκης, Λεντής Αντώνογλου, Φώτιος Σαρρή Τσατταλίνος, ο εν Χάλκη Πιπίνος, Γεώργιος Κλαδάκης) στους οποίους πουλούσε χονδρικώς.
Ως εξάγεται από τα λογιστικά του βιβλία, οι ετήσιες συναλλαγές του Σάββα Κασσώτη ήταν γύρω στις 1000 χρυσές λίρες. Αν δε λάβουμε υπ’ όψη ότι αυτή την εποχή στην Σύμη υπήρχαν αρκετοί και άλλοι μεγαλέμποροι, μεταξύ των οποίων και οι ακόμη πιο δραστήριοι Αγγελίδης και Κυπρέος, οι ετήσιες εμπορικές συναλλαγές της Σύμης θα ήταν γύρω στις 20.000 χρυσές λίρες.
Αν δε λάβουν υπ’ όψη τις εμπορικές, ναυτιλιακές, σπογγαλιευτικές δραστηριότητες και των άλλων ναυτικών νησιών (Καστελόριζο, Κάλυμνος, Χάλκη), όπως και των άλλων νησιών που οι κάτοικοι δούλευαν εποχιακά σε οικοδομές στην Μικρά Ασία, παρατηρείται, αυτή την εποχή, αξιόλογη οικονομική δραστηριότητα στα Δωδεκάνησα. Μετά την κατάκτηση της Δωδεκανήσου από την Ιταλία και τον αποκλεισμό των Δωδεκανησίων από την Μικρασιατική αγορά, παρατηρείται μεγάλη οικονομική κρίση στα Δωδεκάνησα με μόνη διέξοδο και επακόλουθο την μετανάστευση των Δωδεκανησίων, με κύριο προορισμό την Ελλάδα και την Αμερική.
Trade relations in the Dodecanese during the Ottoman rule
By Manolis Cassotis
Of particular interest are the commercial relations in the Dodecanese during the years of the Ottoman rule. At this time, the commercial center in the Dodecanese was concentrated in Symi, which was the largest urban center in the Dodecanese and on the opposite Asia Minor coast, from Smyrna to Antalya. At this time, the population of Symi exceeded 20,000, and according to some scholars it reached 32,000.
At the same time, Rhodes, although a much larger island with a larger population, was not distinguished for its commercial activity. Almost all of the Greek population of Rhodes was in the villages, while the Old City was mainly inhabited by Turks who were not interested in commercial activity. The Jews living in the Old City did not yet show the significant commercial activity they showed during the Italian rule.
On the contrary, Symi, which pays the “maktu” tax to the Turkish government but is self-governing, has significant maritime, sponge fishing and commercial activity. Valuable commercial information is found in the accounting books of Savvas G. Cassotis, which were saved by his grandson Savvas J. Saragas. Savvas Cassotis was born in 1876 in Symi but, as his surname indicates, he came from the Mousoures family of Kasos, with commercial roots in Alexandria and Smyrna.
Transactions were made based on the Turkish gold lira and its subdivisions, mainly in gurus. At first, the Turkish lira was subdivided into five gold mezcitia and each mezciti into 20 gurus, meaning that one lira was equivalent to 100 gurus. Each guru was subdivided into 40 parades. There were also the ‘oktarakia’, which were silver and got their name because eight ‘oktarakia’ were equivalent to one mezciti.
Later, in the period of interest to us, the value of the coins was determined according to their gold and silver content and the value of these metals in the market, as follows: Turkish lire=135 gurus, medziti=25.25 gurus, ‘oktaraki’=2.625 gurus, gold English lira=148 gurus, gold French 20 francs=118 gurus. The smallest coin circulating in transactions at this time was the pentaraki, i.e. five parades. Although at this time the Dodecanese was part of the Ottoman Empire, the same coins in transactions with merchants in Smyrna had a higher value in gurus: Turkish lire=181 gurus, medziti=33 gurus, oktaraki=3.5 gurus, gold English lire=196 gurus, gold French 20 franc = 156 gurus.
As recorded in his accounting books, Savvas Cassotis procured his goods mainly from Smyrna, from six Greek (Karakosta Brothers, Christos E. Aronis, Pavlos Galanakis, Samoladas Vrisimzis, Maravelides & X# Christofis, Dimitrios Sayoglou) and two Jewish (Herrera Sons, Joseph Asher) merchants.
Among the goods he purchased from the suppliers, the most common types and quantities were salted products (vourakia, mullet, bonito, hapsia, herring, kaskavali, mackerel, cod, lakerda, feta cheese, kefalotyri) followed by butter, pasta (macaroni, orzo, pasta), cognac, raki and halva. There were also chocolates & candies, spices, absinthe and tin glues.
In addition to those mentioned in the suppliers’ accounts, there are also the following goods in the customers’ accounts: Cigarette papers of various kinds with the names Carmen, Keat Hanes, Port Althour, Athanassouli and railway and matches with the names spar, Arode, fire, scales and security. For lighting, he had spermaceti (white and colored), kerosene, washers and wicks for kerosene lamps and frankincense for incense. He had a wide variety of sweets with the names wedding sweets, stragalo sweets or stragalokoufeta, kollivou sweets, lemonade, songs, pasties, beaches, mints, cookies and stragalia, lucums, halva, melatti and mazali.
For stationery, it had engraved, unengraved, colored, tavern, post and black copy paper, stucco papers, as well as notebooks, pencils, envelopes, duplicates, straw paper, wax paper and paper bags. For cleaning and grooming, he had white and green soap and musk soap, powder, brushes for earth and whitewashing boards, yellow and red ochre, potash, blue paint, lulaki, bronze ointment, bottles of varnish, black and colored thread.
Spices are also mentioned: pepper, cinnamon, nutmeg, cloves and tea, pasta: meponokouna, astroudakia and orzo, salted products: taramas, clams and lobsters in boxes and other known and unknown to us edibles: peanuts, sesame, coffee, sugar, rice, oil, kalivardi, kannavouri, cardoriza, haremaki, crimizi, kostiavali, as well as alcohol, rum, spoons, forks, scissors, pins, pills and cement.
In addition to the main commercial store he had in Gialos, he also had a second one for retail trade in the Village. Also recorded in his accounting books were the transactions of small merchants, cafe owners and other professionals (Nikitas X# Nikolas or Tavernakla, Nicholas Athanasius Markoniou, Panagiotis Diamatakis, Sons of P. Xanthopoulou, Stamatios Farmakidis, Stavri Athanasius Markoniou, George Loizou or Proveza, Eleftherios Moschou or Margellis, Michael Kalafatas, Evangelistria Chrysafinaras, Anthimos Monogios, Holy Monastery of Michael Taxiarchos Panormitis, Efstathios Moschou, Sotirios Patsakis, Gabriel Stavridis, Nikitas G. Arfaras or Meleni, Evangelistria Ant. Askiti, Nikitas Samiotakis, Vasilios Stamatoulas, Philemonas Varsamis, Stavrianos Barpas, Leonidas Bachas, John Kladas, Elias Karpathios, John Vlachos, Apostolakis Apostolakis, Lentis Antonoglou, Fotios Sarris Tsattalinos, Pipinos from Halki, George Kladakis) to whom he sold wholesale.
As can be deduced from his accounting books, the annual transactions of Savvas Cassotis were around 1000 gold lire. If we consider that at this time there were several other large merchants in Symi, including the even more active Angelides and Kypreos, the annual commercial transactions of Symi would have been around 20,000 gold lire.
If we consider the commercial, shipping, sponge fishing activities of the other maritime islands (Kastelorizo, Kalymnos, Halki), as well as of the other islands whose inhabitants worked seasonally in construction in Asia Minor, we observe, at this time, remarkable economic activity in the Dodecanese. After the conquest of the Dodecanese by Italy and the exclusion of the Dodecanese from the Asia Minor market, a major economic crisis is observed in the Dodecanese with the only way out and consequent migration of the Dodecanese, with the main destination being Greece and America.